ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΟΣ |
|
|
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ Γυμνή όρθια ακίνητη με το στήθος στον άνεμο Σάρκα σμιλεμένη στην πέτρα αφημένη στη μέση της τετράγωνης πλατείας
Πέτρα που ήμουνα σάρκα τώρα στείρα – άλλοτε πηγή Τούτοι οι καρποί απλωμένοι μπροστά μου μου θυμίζουν τα χέρια κάποιου άντρα Όλη νύχτα έμενε άγρυπνος – με κοιτούσε Και το πρωί ερχόταν καταπάνω μου σα δάσος Κάποτε η σάρκα γίνεται πέτρα Ξεχνά το σώμα και το νερό γδύνεται το χάδι σκεπάζεται με ρούχα Στεγνώνει. Οι χυμοί της κυλούν μέσ’ απ’ τη μνήμη σε περασμένες μέρε
[από Το σωσίβιο (2008)]
ΕΠΙΔΕΣΜΟΙ ΣΤΟ ΜΑΤΙ
Μεγάλο πράμα η όραση λέει αγγίζοντας το δεξί του μάτι κλεισμένο μ' επιδέσμους χτύπημα από αγκωνιά στο μπάσκετ
Ανεξήγητο –σκέφτομαι κι εγώ– κοιτώντας κάτω τα χαλίκια ένα ένα στο κίτρινο διαγώνιο φως του καλοκαιρινού απογεύματος Και τις λεύκες δίπλα στο κτήριο τη μια πίσω απ' την άλλη περιγράμματα καθαρά σαν κομμένα χαρτόνια παιδικού θεάτρου με πυκνό αέρα ανάμεσά τους που θολώνει τώρα καθώς από λευκό βάφεται κίτρινο βαθαίνει μωβ το βουνό απέναντι χάνει τα στίγματα γίνεται γάζα που ρουφάει χρώμα – πια δεν κόβει φω
[από Το σωσίβιο (2008)]
CADENZA Λίγο πριν κατεβάσει το δοξάρι του ο βιολιστής βλέπει τη μάνα του να του ισιώνει το γιακά πριν την παρέλαση Πονούν τα δάχτυλά του όπως μετά τις παιδικές ασκήσεις μα αμέσως λύνονται ζεστά – δεν ξέρουν άλλο σώμα Τώρα δεν ακούει το βήχα του κοινού που λίγο λίγο παύει – δε βλέπει το πρόγραμμα του διπλανού μου που απαλά κυλάει στο πάτωμα – τα βλέφαρα που ανασηκώνονται, τα μάτια που πονούν επάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια του βιολιού ενόσω αυτός ξεπροβοδίζει την τελευταία φράση Τα μάτια του πονάνε καθώς της μάνας του το χέρι στοργικά τον σπρώχνει στη βρεγμένη αντηλιά του σημαιοστολισμένου δρόμου
[από Το σωσίβιο (2008)]
Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Μεγάλωσες στα βουνά του Γιοσέμιτη – παιδί του δάσους, άγριο κι αποφασιστικό αφέντης σε τόσα στρέμματα γης
βράχια και χώμα, να φροντίζεις τα ζώα και τις δυο μικρές αδερφές σου έξι χρόνια απ' τα δώδεκα ώς τα δεκαοχτώ
Σιγά σιγά οι μορφές των γονιών που έμειναν πίσω στην πόλη σβήνουν όπως τα γράμματα –
κάθε μέρα μια ανάμνηση λιγότερη μια λέξη ακόμη που είναι μόνο ήχος γιατί ξέχασες πια πώς την γράφουν
Έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις τη δική σου αλφαβήτα – και να μην την αλλάξεις ποτέ πια. Αχόρταγος για λέξεις
–κάθε μια κι ένα στραβό ιερογλυφικό γνωστή φωνή μ' αλλόκοτο ντύσιμο– στολίζεις χαρτιά με νεογέννητα λόγια
ακουμπισμένα τό 'να δίπλα στ' άλλο – εικόνες που στριφογύριζαν μες στο μυαλό σου και περίμεναν χρόνια για να τις πεις μ' εκείνες τις ωραίες
ανορθογραφίες – γεμάτα τα γραφτά σου που επέμενα κι επέμενα να μου τα στείλεις – φοβόμουν να μη γίνει ό,τι έγινε
να τα λάβω πια πολύ αργά από άλλους – και νά 'σαι τώρα ολόκληρος ετούτες οι ανορθογραφίες που κρατώ κι αφήνω
[από Το σωσίβιο (2008)]
ΚΕΡΙ ΑΝΑΜΜΕΝΟ
Τούτη την άνοιξη πρώτη μου φορά κράτησα δυο κεριά στον Επιτάφιο Εγώ που δεν πολυπιστεύω
Όμως εδώ και τρία χρόνια ανάβω πάντα δυο κεράκια στα πιο μικρά ξωκκλήσια
Επειδή λέμε η ψυχή τρεμοσβήνει εγώ τα ανάβω με επίμονη αφέλεια και προσδοκία πιστού
Ύστερα λέμε – έσβησε Όμως ποτέ δε θα ξεχάσω πώς άστραψε το πρόσωπό σου αυστηρό
όταν με είδες κάποια νύχτα να φυσάω τη φλόγα του κεριού Του παίρνεις την ψυχή. Ποτέ
να μην το σβήνεις έτσι. Πάντα με σαλιωμένα δάχτυλα ν' αγγίζεις το φιτίλι – μες στο χέρι σου
μάζευε τη φλόγα μην τη σκορπάς στον αέρα Από τότε προσέχω πάντα
χωρίς να εξηγώ κι ας με πειράζουν για τούτη την παράξενη φροντίδα. Αξίζει τον κόπο να βρέχεις τα δάχτυλα
τρυφερά να πιάνεις τη φλόγα αξίζει τον κόπο ο ελάχιστος κίνδυνος μήπως καεί
το διστακτικό δειλό σου χέρι – μήπως σε κάψει μια ψυχή που –προσωρινά– αποσύρεται
Όμως εχθές πριν κοιμηθώ ξεχάστηκα φύσηξα τη φλόγα – ο τοίχος πάνω από το παραπανίσιο μαξιλάρι πιτσιλίστηκε
λειωμένο κερί Μ' έπιασε τότε ένα παράπονο Λες ήταν άνθρωπος – και έφταιγα εγώ
[από Το σωσίβιο (2008)]
ΕΚΔΡΟΜΗ
Ύπνος της εξοχής ξύπνημα ήλιου – όνειρα φορτωμένες λεμονιές Στον κρύο μυχό γεμίζουμε τις τσέπες μας με βότσαλα Αλλ’ η ομορφιά επιστρέφει εκεί όπου ήταν [από τον Ακάλυπτο (2013)]
SARABANDE
Ι
Αυτό το μαύρο φόρεμα με πνίγει σκληρός λαιμός κάτασπρες δαντέλλες Η μουσική λερώνεται στα ιδρωμένα χέρια Μόνο εκείνα χλωμά και ακίνητα εκεί
Το ένα διπλωμένο στον μαύρον ώμο το άλλο γερτό στη μέση. Καθώς αργά
γυρίζω, πιο δυνατά τα νιώθω στο λαιμό μου
Κρύο το μάρμαρο φωτιά καίει κρύος βαρύς καθρέφτης. Μόνο η χρυσή κορνίζα ζεστή με φως με αναπνοές αποκρίνεται Μαύρη καμπύλη πλάτη που διαρκώς αλλάζει
ΙΙ
Οι ώμοι του στενοί μες στο βαρύ μετάξι στον παραστάτη – η βροχή ανάμεσά μας Πάλι τα χέρια του το ένα μέσα στ’ άλλο χαιρετισμός
Μες στο σκοτάδι ολοκάθαρα το φόρεμά της πότιζε νερό. Από την άκρη
ανέβαινε – πνιγμένη μες στην άμαξα Μαζί πνιγμένη
ΙΙΙ
Είναι άραγε λευκή πάλι μέσα στα μαύρα φορέματα Την κατεβάζουν
[από τον Ακάλυπτο (2013)]
ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ
Ο φίλος μου έφερε ψωμί πλασμένο από τη μάνα του Μου μίλησε για το ταξίδι που έκανε Πιο πολύ χάρηκα τ’ αεροδρόμια Πήγαμε ύστερα να δούμε μία κινέζικη ταινία: ένα παιδάκι φωτογράφιζε ανθρώπους από πίσω να δείξει στον καθένα όσα δεν μπορούσε μόνος του να δει Ενώ όλοι σηκώνονταν να φύγουν εμείς καθήσαμε ήσυχα στις θέσεις μας μέχρι να πέσει και ο τελευταίος τίτλος να σβήσει η μουσική
[από τον Ακάλυπτο (2013)]
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Μαυροντυμένη βγαίνει στο μπαλκόνι πάνω από τα σκουπίδια της χθεσινής γιορτής Ο άνεμος φυσομανάει στα ξέστρωτα τραπέζια μα εκείνης δεν της παίρνει τα μαλλιά – τα κρατάει πίσω τραβηγμένα σφιχτά το δέσιμο του χρόνου
Βηματίζει αργά κάγκελο τοίχος τοίχος κάγκελο ενώ τουρίστες ελαφροί από κάτω γλιστρούν στ’ αξιοθέατα – νερά χρώματα φως
Η ζωή περνάει Φτάνει στο μαύρο κι εξακολουθεί
[από τον Ακάλυπτο (2013)]
ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Εκ των υστέρων όλα εξηγούνται Γιατί όλοι αποκοιμήθηκαν γιατί ο φίλος δείλιασε γιατί θα είναι πάντα ένας άγνωστος αυτός που τρυφερά θα εκτελεί την τελευταία χειρονομία Το σώμα κατεβαίνει βαρύ απόκοσμο Τσακίζουνε τα χέρια για να το αποθέσουν στο άστρωτο σεντόνι
*
Αντικρίζοντας έχανα το πρόσωπο Η εικόνα παύει – η δύναμή της σκορπίζεται
Από τώρα κι ύστερα θραύσματα φαντασίας μόνο θα δοκιμάζουν να την ανασυνθέσουν – μάταια με υλικά που θα απέχουν πάντα απ’ το να είναι ακριβώς τα κατάλληλα
Η εικόνα σπάζει – όμως επιτέλους το σώμα θα αναπαυθεί το σώμα που ένιωσε πολύ αργά τι είχε αναλάβει για τι προοριζόταν σιωπηλά από την αρχή
Αφού αυτά έχουν ξανασυμβεί Είναι απλώς μια επανάληψη γνωστών κινήσεων αναπόφευκτης αλληλοδιαδοχής
[από τον Ακάλυπτο (2013)]
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Άντρες βαστάζουν τις γωνιές ημιανάπαυση Ο σκύλος σκύβει πάνω απ’ τον αφέντη – η πέτρα σπασμένη πεταμένη χάσκει σκοτεινή δροσιά
Κι οι τρεις μαζί κοιτάζονται χαρμόσυνα φιλιούνται στόμα με στόμα Άνοιξη κι έφυγε
[από τον Ακάλυπτο (2013)]
ŁAZIENKI
Ο σκίουρος έχωνε τη μουσούδα του στο βρεγμένο γρασίδι Η φουντωτή ουρά του ερέθιζε τα παγώνια που τριγύριζαν κρώζοντας Στα παρτέρια και στις βεράντες τα νύχια τους χτυπούσαν την πέτρα
Ο Πονιατόβσκι, ο τελευταίος βασιλιάς, έκανε ύπνο ανήσυχο Στο διπλανό δωμάτιο αγρυπνούσε ο Ρυξ, ο έμπιστός του 'Ενας φτωχός κουρέας απ’ την Φλάνδρα υπασπιστής, διαχειριστής, εντέλει ευγενής με θυρεό το Δαχτυλίδι
'Εστεκε το μικρό Παλάτι των Νερών ανύποπτο σαν γέφυρα στη λίμνη σε λίγα χρόνια η χώρα θα σχιζότανε στα τρία Σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα, γρήγορα κι αθόρυβα θα πέρναγαν απ’ τα πλακόστρωτα ξεσηκωμένοι απ’ τον στρατώνα τους στην άλλη άκρη του Πάρκου οι νεαροί επίλεκτοι του Ρώσου Αρχιδούκα Κωνσταντίνου Εκείνος ντύθηκε γυναίκα ξέφυγε μα ακόμη μιά επανάσταση πνίγηκε στο αίμα Και σε τριάντα τρία χρόνια σβήστηκε το Βασίλειο της Πολωνίας
Μαυροντυμένες οι γυναίκες πούλησαν κρύψαν τα κοσμήματα Φόρεσαν σιδερένιες αλυσίδες
[από την Πολωνία (ανέκδοτο βιβλίο)]
|