GREEK POETRY NOW!
a directory for contemporary greek poetry

| about | news| links | contact |

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
ΟΡΦΕΑΣ ΑΠΕΡΓΗΣ
ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ
ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΟΥΚΟΒΑ
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ

ΘΕΟΔΩΡΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

 

biography | poems | eng |

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, (Μελάνι,2015).

Είμαστε μέσα στον τόπο και ο τόπος βρίσκεται μέσα μας. Μας γεννάει και τον γεννάμε, μας ονειρεύεται και τον ονειρευόμαστε και έτσι παραμένει πάντα νέος στο βαθμό που μπορούμε να αναπτύξουμε μαζί του μια σχέση διαλεκτικής, στο βαθμό που τον ανακαλύπτουμε και σε αυτή την διαδικασία ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας.
Στο Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, το έδαφος και η περιπλάνηση, ο χωρισμός και η συνάντηση, το τραγούδι, η ατομική εμπειρία και τα ίχνη της ιστορίας διασχίζουν το τοπίο και το γραφή. Πρόκειται για ένα ταξίδι στην καρδιά της χώρας, που είναι πάντα αφανής, απροσδιόριστη, ασύλληπτη. Όμως εδώ, το ταξίδι, ως πόρος και απορία, δεν είναι προορισμός, αλλά εξύφανση ή και ξήλωμα. Και ο τόπος δεν είναι παρά το πεδίο υποδοχής για ένα παλίμψηστο εγγραφών και ερμηνειών, χωρίς ο ίδιος να ταυτίζεται με καμία από αυτές. Από την αφήγηση και το ποιητικό δοκίμιο, την αυτοβιογραφία και τον λυρισμό, μέχρι την οικειοποίηση κειμένων από άλλους συγγραφείς, το Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα, είναι μια αρχαιολογία του παρόντος που επιστρατεύει πλήθος τρόπων για να προσεγγίσει ένα κέντρο που παραμένει ακατοίκητο, μια επιθυμία που διαρκώς μετατοπίζεται διαφεύγοντας.

(από την ενότητα, "Ποιήματα που βρέθηκαν στη ντουλάπα")

Το τραγούδι της σκόνης

I

Είναι το χάδι ενός τυφλού που έχασε για πάντα το μπαστούνι του
Ό,τι πιο μακρινό από τ' αστέρια.
Κάτι που ριζώνει
αέναα εκτεινόμενο χωρίς βλαστούς και φύλλα.
Κυλάει ανεπαίσθητα
στην πιο αμυδρή ρωγμή και όλα τα αδελφώνει.
Όλα ενδίδουν στο απαλό της άγγιγμα
που τα συγχωρεί και τα αφανίζει
Δεν είναι ακριβώς χαμένα
Μόνο παραδομένα
Παραδομένα επιμένουν.
«Σ' ευχαριστούμε», λένε, «που ήρθες ώς εδώ.»
«Κοίτα αυτή τη φλόγα. Είναι ο πατέρας σου.
Κι αυτό το ξύλο η μητέρα σου.
Κι αυτός ο σκελετός πουλιού, όλα τα ζώα που αγάπησες παιδί».

ΙΙ

Στρίβει τον ξερό καπνό της
μέσα σε κιτρινισμένα χαρτιά αλληλογραφίας
Οι λέξεις λάμπουν μία μία καθώς καίγονται,
μιλάει έτσι άηχα σαν μια Πυθία
μ' ένα μπερέ από καπνό,
πριν με κλειδώσει στον πάτο μιας τσαγιέρας.
Γύρω της παραστάτες οι αράχνες πλέκουν
και τραγουδούν:
«Κλείστε πόρτες και παράθυρα
μην ψάχνετε πια στον ουρανό
Δεν θα ξαναγυρίσουν οι γιοι σας»

ΙΙΙ

Δεν έχει σχέση καμιά με το νερό
Είναι η σιωπή των χρωμάτων
Όταν ακούω το βήχα της ξέρω πως μου φέρνει ένα φόρεμα από λάσπη
Τα πόδια μου ξεπροβάλλουν κάτασπρα
Σε κάθε αστράγαλο ξεχωρίζει ένα πετράδι δροσιάς.
Έχει τις καλύτερες ιδέες, αυτό της το αναγνωρίζω
«Έλα να σκύψουμε πάλι πάνω από τα πιθάρια
να ψιθυρίσουμε βαθιά το μυστικό στον άνεμο»

ΙV

--Το σπίτι είναι δικό μου
--Έλα να το πεις στους συντρόφους μου
(Δέκα χιλιάδες οπλίτες στριμωγμένοι στο σκοτάδι παραφυλάνε.)
--Θα σε αφανίσω με το φως
--Δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Όταν φωνάζει, εγώ ξαπλώνω στο βελούδινο κρεβάτι μου.
--Δώσε μου πίσω τα ζώα μου
--Κάθε βράδυ παίζω ζάρια με τα κόκαλά τους.
--Τι άλλο να σου χαρίσω;
--Ένα ασημένιο κύπελλο με τη φωνή σου.

 

Από την ενότητα "Νότος"

ΠΟΡΟΣ Ι

Παγιδευμένοι στο πριν και το μετά
ρίχνουμε κλεφτές ματιές στον καθρέφτη
το πρόσωπό μας εκεί σκληρό ήδη σημαδεμένο
Μπροστά ο δρόμος,
το άσπιλο πρόσωπο της νιότης.
Εδώ, μαζί, στο ίδιο σώμα.
Δεν έφυγε
δεν είναι δρόμος που παίρνεις,
ούτε κουβάρι που ξετυλίγεται μέχρι το τέλος
αλίμονο, όχι
Είναι κοχύλι που χτίζεται εσωτερικά
χωρίς να βλέπεις την έξοδο
χωρίς να βρίσκεις την κατεύθυνση
Μια άγνωστη πρόθεση
άσβεστη
Και το ταξίδι είναι ξήλωμα όχι προορισμός.
Ας ξηλώσουμε λοιπόν τις ραφές.
Η γιαγιά μου ξήλωνε
ένα ολόκληρο κουστούμι αντρικό
μέσα σε μια νύχτα
και το ξανάραβε από την αρχή
το μέσα έξω
Έτσι διπλασίαζε τη ζωή του
το μέσα έξω
Η διαδρομή είναι διπλής κατεύθυνσης
κάθε στιγμή
κάθε στιγμή πολλαπλή
και μπρος και πίσω
κι ακόμα, πολλές φορές η ίδια διαδρομή.
Δεν ήταν τέχνασμα. Μα δεξιοτεχνία.
Άλλωστε χωρίς τη γνώση ενός τεχνίτη όλα χάνονται διπλά.
Και σαν παρόν και σαν ανάμνηση.
Ας αναβλύζει ο καιρός
Η δοκιμασία είναι το πέρασμα
Να βρίσκεις τρόπο να περνάς ακόμα κι από μια κουμπότρυπα
Όχι να προχωράς αλλά να συμβαίνεις.

ΠΟΡΟΣ ΙI

Το τοπίο εξαφανίζεται
τα βουνά στο βάθος μια κιτρινογάλαζη εξαΰλωση
Τα πρόσωπα των φίλων παραδομένα στον ύπνο στο πίσω κάθισμα
Οδηγώ αυτό το κινούμενο λίκνο που μας περιέχει
ταξιδεύουμε μαζί
είκοσι χρόνια κοιταζόμαστε
σύντροφοι δεκάδων τελετών
της έκστασης
της οδύνης
της αποτυχίας
βάρος της ερμηνείας αυτού που σε γνωρίζει.
Τι γνωρίζει από σένα;
Άγνωστο
Αυτό το άγνωστό σου σε υποδέχεται στο βλέμμα του
Το σημείο-πέρασμα που σου επιτρέπει
να είσαι πολλαπλός χωρίς να ξέρεις τα βήματα του χορού
το ταγκό που χορέψαμε μεθυσμένοι και άγνωστοι
εδώ ταξιδευτές-αναγνώστες-ανιχνευτές
το άγνωστό σου
ο ίλιγγος
αυτού που άγνωστο σου φέρνει τη χαρά
το κοντινό αλλά όχι οικείο
που αφήνει τη διαδρομή να συμβαίνει χωρίς σταματημό
αφήνει το αίμα να κυλά με βία
και την καρδιά να χτυπά
και αφήνει αυτή τη μη κατανόηση στο ταξίδι.
Το ταξίδι είναι αυτό
και το τοπίο είναι αυτό
Η βεβαιότητα του εφήμερου
Η λησμονιά
μουγκός και τυφλός είσαι στη διάθεσή της
καθώς συμβαίνει και αποσπά
από ένα σώμα, στοιχεία, ιδέες, απορίες,
δέρμα, τένοντες.
Λήθη, η πηγή της αμφιβολίας πάνω στη γλώσσα
Πώς να διατηρήσεις εκεί το φως
την ποιότητα και την τύχη της κίνησης
τον δισταγμό και την παρόρμηση
την ανησυχία
Διαρρέει
η ομορφιά
χάσαμε τις σκιασμένες λεπτομέρειες
Οι λέξεις είναι πάντα η αντίστροφη κίνηση
μέσα στην επιθυμία
που είναι αδύνατον να πληρωθεί
Το κύμα που αναδιπλώνεται δεν είναι το ίδιο κύμα που έχει ξεχυθεί.
Εδώ χοροπηδάει το παρόν σε ακίνητες στιγμές
σαν σταγόνες βροχής πάνω σε καυτό καπό αυτοκινήτου.
Η καταγραφή και η απώλεια.
Σιωπή μέσα στην κίνηση
όπου το παρόν
σβήνει καθώς συμβαίνει
περνά καθώς επέρχεται
Μπαίνω μέσα σου (πατρίδα)
πορεύομαι σ' εσένα
χωρίς ονόματα
πάντα μακρινό / πάντα μέσα μου να πάλλεται
ασύνορο άλλο,
εκ γενετής μοιραία συνάντηση
Κατάφαση

 

ΚΑΘ' ΟΔΟΝ ΑΣΜΑ

Όλα περνούν και μένουν
δέντρα, λόφοι αλλεπάλληλοι,
ρουμάνια και πλαγιές αγκαλιασμένες με πουρνάρια,
ταβέρνες επαρχιακές, σπίτια κλειστά και στάνες και οροπέδια

Φτωχό χωνάκι της αντίληψης
μα τι να γίνει
ακόμα και τ' αστέρια
είναι γράμματα χαραγμένα στο ουρανό.
Πώς είναι δυνατόν να εξαντληθεί
αυτή η ανάγνωση
αφού διατίθεται
αέναα
κι εσύ διατεθειμένος μέσα της
στην αστάθεια
την απώλεια
την ασυνέχεια
την επιθυμία
να περιγράψεις μια χώρα
όπως ένα όνειρο
τελειωμένο
και άπειρο
χωρίς πλοκή

Όλα γύρω μας μεταμορφώσεις
γάμοι θεών, κυνηγητά, αποκρυσταλλώσεις
εκεί απέναντι μακριά υψώνεται η οροσειρά
γαλάζια μέσα στην αχλή της κάψας
εκεί υπάρχει μια διασάλευση
στην όψη του βουνού που κρύβεται
μια διεκδίκηση και μια παρηγοριά
αυτού που υπήρξε
σε κόσμο ελεύθερο
από το βλέμμα
και το κάλεσμα.

Από τον κάματο της ζέστης
σταμάτησαν οι ομιλίες
πυρώθηκαν τα μάτια
πίσω από τα φίλτρα των γυαλιών
τυφλοί διασχίζουμε μια πυρκαγιά
χωρίς αρχή και τέλος
κι απ' το γλυκό τραγούδι των πουλιών
αρχίζουμε κι εμείς να τραγουδάμε
στην αρχή δειλά,
μουρμουριστά,
κατεβάζουμε όλα τα παράθυρα
δεν θέλουμε άλλο να προστατευθούμε
ο καυτός αέρας μάς τυλίγει
καθώς ρεύμα φωνής και ρεύμα αέρα
πάλλονται κι ενώνονται
όπως πηγή και ποταμός
ρεύμα φωνής που χάνεται
αναστατώνει τα χείλη και τα μάτια
σαρώνει τη γαλήνη
μεταμορφώνει,
παραμορφώνει, εκρήγνυται
στη σάρκα του προσώπου
δεν απευθύνει
δεν ρωτά
αστρικός κόκκος
που ακόμα πάλλεται
σε διαρκή κοσμογονία
ψευδής
λοξός
αφανής
===============

 

Το βιβλίο του χώματος, (2011) προτείνει την ποίηση ως μια στρατηγική για τη ζωή. Δομείται γύρω από την ιδέα πως ο κόσμος σαν συνεκτικός ιστός και τα πράγματα που τον απαρτίζουν δεν είναι περατωμένο έργο. Είναι ανεξάντλητα ανολοκλήρωτος και ανοιχτός. Η φανερή ορατότητα των πραγμάτων είναι δυνατή γιατί αγγίζει μια μυστική ορατότητα μέσα στο σώμα, δομεί μια εσωτερική ηχώ. Δεν ρίχνουμε το βλέμμα μας στον κόσμο παρά ριχνόμαστε στον κόσμο μέσω του βλέμματος σα να κάνουμε ένα άλμα στο κενό, αποχωριζόμενοι τα αυτονόητα σχήματα της νόησής μας.
Το βιβλίο του χώματος αναρωτιέται για τη φύση του πραγματικού και για την επινόηση, για το βλέμμα που σκέφτεται και τις αισθήσεις που ζητούν το ανύπαρκτο. Μέσα του κινούνται δύο πρόσωπα : διαβάζουν το τοπίο σαν κείμενο και ταυτόχρονα το γράφουν παρατηρώντας το και κατοικώντας το, με το σώμα τους, με τη σκέψη, τις αισθήσεις, τη φαντασία και τη μνήμη. Ρωτούν: Γιατί το πραγματικό δεν είναι αρκετό; Για να απαντήσουν ανταλλάσσουν τα βήματα με λέξεις, το βλέμμα με την τύφλωση, το σώμα με το χώμα, την πέτρα με τη φωνή.

 

"On weakened legs I walked around the town the whole day.
I took photographs"


Ο Ούγγρος φωτογράφος Αντρέ Κερτέζ εξάντλησε περπατώντας, (επί τριάντα χρόνια)
το δίκτυο των δρόμων τριών τουλάχιστον πόλεων. Στα ογδονταπέντε του,
καθηλωμένος (από λύπη) στο διαμέρισμά του στην 5η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, φωτογραφίζει με μια Πολαρόιντ ό,τι βρίσκεται γύρω του.
Με τις λεπτές κινήσεις ενός γυάλινου αγάλματος αλλάζει θέσεις μέσα στο δωμάτιο.
Μετακινεί τον άξονα εστίασης του βλέμματός του.
Δεν χρειάζεται να πάει πουθενά.
Λέει: «Ξεχνούσα να φάω. Τραβούσα φωτογραφίες. Ξεκινούσα με το φως του ήλιου το πρωί και περίμενα το απόγευμα. Τραβούσα ξανά και ξανά. Ξεχνούσα το φάρμακό μου».
Δύο χρόνια μετά στο βιβλίο με τίτλο «Από το παράθυρό μου» μπορεί κανείς να δει
την πόλη μέσα από το τζάμι να λειώνει, μπορεί να δει τη σκιά ενός χεριού να απειλεί ένα
λαμπερό πόμολο χωρίς ποτέ να το φτάνει, ένα διάφανο μπούστο από γυαλί να χωνεύει αργά τα γυμνά δέντρα του πάρκου και τους δίδυμους πύργους πάνω στο περβάζι.
Μπορεί να δει αυτό που δεν βλέπει.
Βγήκε πάλι έξω. Φωτογράφισε στο πάρκο το σπασμό στο τρέξιμο ενός μικρού κοριτσιού και τη μισή φιγούρα ενός μαυροντυμένου άντρα να χάνεται. Φωτογράφισε στο Παρίσι τον εαυτό του διπλό να κλείνει τα μάτια και μια λευκή πόρτα τσαλακωμένη και μισάνοιχτη μες τον καθρέφτη.
Κάθε μέρα μαζεύει τις εύθραυστες σφηκοφωλιές χωρίς μέλι
Κερήθρες βόμβου ανήσυχες.
Κάθε βράδυ τις αδειάζει στο απύθμενο αρχείο του.
Δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει αυτό
Δεν είναι ένας τόπος από τον οποίο θα ήταν δυνατόν να φύγει.
Κάθε διατύπωση, κάθε κατασκευή θανάτου
ανασταίνεται μέσα στο βόμβο που ζητάει κι άλλο.
Κι άλλο χιόνι και δίχτυ από ίχνη
Κι άλλο καθρέφτισμα της σκιάς στον ασβέστη
Κι άλλο περπάτημα μ'έναν παράξενο μετεωρισμό χαράς
όταν αφήνει το κεντρί να τον δαγκώσει ξανά και ξανά

 

Το τραγούδι του μικρού κολυμβητή

Τα πόδια του γατζώνονται στο τσιμέντο
Η αναπνοή του είναι τεράστια
Eπίκληση για διάρκεια
που οργανώνεται κατά μήκος των σπονδύλων του
Τώρα η μικρή κατασκευή από κόκκαλα μαζεύεται
Η ακινησία του έχει κάτι από σαύρα.
(Σα νά'ταν από πάντα εκεί
Κι ακαριαία άφαντη
Το βλέμμα δεν μπορεί να τη χορτάσει)
Και τώρα ξαφνικά πέφτει
Όρθιος σαν άγγελος
Άλλωστε και τα πουλιά ρίχνονται στον ουρανό
Κάθε πτήση είναι πτώση

Πέφτοντας φοράει ρολόι από λουλούδι
Περασμένο σε σπάγγο
Φοράει κολλιέ από νεράντζια
Τρυπάει συχνά τα πράγματα
Δοκιμάζει την αντοχή τους μ'ένα σουγιά
Τώρα ο ίδιος μια βελόνα τρυπάει τον άνεμο
Η επέμβαση αυτού του τύπου είναι μια πράξη:
α) Διαχωρισμού
β) Βεβήλωσης
γ) Εξερεύνησης
δ) Σύνδεσης
ε) Μεταμόρφωσης
Δεν τελειώνει ποτέ
Δεν ανοίγει αυτό που δεν έχει μέσα

Πέφτοντας παίρνει μαζί του
Το κάψιμο στο χέρι
Στο κέντρο της παλάμης
Από ένα μαύρο έντομο
Ο πόνος είναι ένα πράγμα με φτερά
Ο πόνος είναι ένας επισκέπτης απ'το μέλλον
Διέσχισε τον άγραφο χάρτη του χεριού
Τον διάβασε εξονυχιστικά
Κλαίγοντας όρθιος
Με το χέρι ανοιχτό
Δείχνοντάς το στην ερημιά
Ολόκληρος ήταν υποκείμενο ενός πράγματος που
Ελλείψει ακριβέστερου όρου
Θα ονομάσουμε: αφή.

Και πέφτοντας παίρνει μαζί του
Τα μάτια των ζώων.
Και τα αόρατα άλογα
Κάθε μέρα τα ιππεύουν και τ'αγαπούν
Τα σφίγγουν και τα χαιδεύουν
Γι'αυτό που είναι:
Δυο κρύες πέτρες καλυμένες με βρύα.
Εκεί θα δοκιμάσει για πρώτη φορά τον ίλλιγγο της ύλης
Ότι άβυσσος δεν είναι το μαύρο κενό αλλά το αδιαπέραστο.

Και πέφτοντας τέλος οι άκρες των δακτύλων του
Θ'αγγίξουν το νερό
Και μετά ο ίδιος θα βυθιστεί μεμιάς
Χωρίς να προλάβει ν'αρπάξει το όριο
Και με μάτια κλειστά
Θα βλέπει με κάθε πόρο του σώματός του
Θα είναι απρόσκλητος σ'ένα ξένο κόσμο
Τέλεια γοητευμένος
Θα είναι φοβισμένος
Θα θέλει να μείνει εκεί για πάντα
Θα θέλει να το κάνει να διαρκέσει
Θα βγει στο φως νικημένος
Θα δοκιμάσει ξανά
Κι αυτό ανέλπιστα θα το ξαναζήσει κάποτε
- θα είναι νικημένος
- θα δοκιμάσει ξανά
Και θα δαγκώσει τον ιστό της πρότασης:
"It's never enough"
Και θα χορέψει.

 

 

Η αλεπού


Μέσα στη δέσμη του φωτός εμφανίστηκε
Διέσχισε το δρόμο
Μια μικρή καφέ αλεπού.
Και ξανά το επόμενο βράδυ
Πίσω από έναν θάμνο φευγαλέα
Και μια άλλη φορά η ουρά της μόνο
Σκούπισε το σκοτάδι
Και από τότε πάλι
Τις πατούσες της να βηματίζουν στο βλέμμα σου
Το ζεστό γούνινο σώμα της
Ανάμεσά μας να σκιρτά
Πάντα σε πέρασμα ποτέ σε στάση
«Μα ποιά είσαι;» τη ρωτήσαμε
«Είμαι» είπε, «αυτό που περισσεύει».

**

Ταίναρο


Εδώ οι μέρες δεν διαλύονται στον αέρα
Πέφτουν μέσα στο νερό
Σχηματίζοντας μια καταδική τους στιβάδα
Μια επιφάνεια διαχωρισμού
Ένα γεράκι πετάει πάνω από το σώμα του καλοκαιριού
Βουτάει ξανά και ξανά
Τρέφεται και μεθάει από την πτώση
Δεν έχει τίποτα εδώ
Μόνο τρελλό αέρα και πέτρες
Και θάλασσα
Μια αναίτια υπόσχεση
Ακονίζει τη λαγνεία μας με τη λάμα του φεγγαριού

Όταν έφτασα εδώ για πρώτη φορά, στο τοπίο του τέλους
Ο αέρας έμπαινε στο στόμα μου με τέτοια μανία
Σα να ήμουν ο μοναδικός αποδέκτης του
Μέχρι όλες οι λέξεις μου να εξαφανιστούν
Κάθε δέντρο υποδέχεται διαφορετικά τον άνεμο
Άλλα υποφέρουν, άλλα πάλι αντιστέκονται
(Έχω συναντήσει μια φοινικιά που γεννούσε τον άνεμο και τον διένειμε
Προς κάθε κατεύθυνση)
Άλλα τρέμουν ολόκληρα κι αλλάζουν χρώματα

Εγώ βέβαια δεν είμαι δέντρο
Κάθισα κάτω και τον φόρεσα παλτό
Έσκυψα το κεφάλι μου και κοίταξα το χώμα
Μέσα από τις ρωγμές του, οι ρίζες του θυμαριού
με τα ιερογλυφικά τους πάσχιζαν να βγουν στο φως.
Τότε οι λέξεις ξαναγύρισαν.

**

Το τραγούδι της Ευρυδίκης


Κράτα την υπόσχεσή σου Ορφέα
Κοίταξέ με
Καλλιέργησε με το βλέμμα σου
Τον λειμώνα της περιπλάνησής μου
Σκάψε μου το ταξίδι με το
Στιλέτο των ματιών σου
Ρίξε το δίχτυ σου και
Ανάσυρέ το άδειο
Μάζεψε τις σταγόνες:
Σε κάθεμιά
Θα καθρεφτίζεται το πρόσωπό μου.
Εγώ είμαι το σύνορο που συνεχώς υποχωρεί
Ο φύλακας της απόστασης
Και το τραγούδι σου Ορφέα,
Είναι η απόσταση.
Μην αφήνεις τίποτε άθικτο
Κάθετί που αγγίζεις
Να μην γίνεται ποτέ δικό σου
Κάθε άγγιγμα τόσο πιο ξένο
Όσο πιο ξένο τόσο πιο αρπακτικό
Κι έτοιμο το άγγιγμα να αντιγυρίσει
Όπως εκείνο ξέρει
Να βάλει μπροστά τη μηχανή της διάλυσης.
Και μ'ένα κράτημα της αναπνοής,
Όλο το θαμποκόκκινο σε παίρνει.
Κράτα το άπνευστο κενό και ύφανέ το.

**

Μάθημα ΙΙΙ


Η νύχτα ήταν πάντα απέξω έτσι
Ποτέ δε μ'άφηναν να μπω μέσα στη νύχτα
Νόμιζα πως ήταν άλλος τόπος
Που θά'πρεπε να ταξιδέψεις πολύ για να τον βρεις
Μέχρι που κατάλαβα πως δεν υπάρχει.
Το σκοτάδι είναι διάτρητο παντού το λερώνουν
τα φώτα και οι όγκοι το ψηλαφίζουν
σπρώχνονται μέσα του να το καταλάβουν να το μαγαρίσουν
Έτσι μου έμεινε ανεκπλήρωτη αυτή
η επιθυμία για το σκοτάδι το καθαρό το αδιάσπαστο

**

Αίνιγμα 1


Όταν έρχεται είναι
σπάσιμο
Είναι πουλί που τραυματίζει δέντρα
Μπήγει το ράμφος του μέσα στην πέτρα
Φέρνει λίγη σκιά και λίγο χώμα
Μες την ολόλαμπρή της σάρκα.

Αίνιγμα 2


Όταν έρχεται είναι
κόμπος
Δέσιμο πράγματος με άλλο πράγμα
Ο αέρας το ξέρει καλά και το επισκέπτεται
Υφαίνει το σκοινί και το ατσαλώνει
Μετά σκάβει μια τρύπα εκεί κοντά
Και τη γεμίζει φωνή
Ο κόμπος και η φωνή ερωτεύονται

Αίνιγμα 3


Όταν έρχεται είναι
μια διχάλα μέσα στη νύχτα
Πρέπει να πας εκεί και να σπάσεις το ένα κλωνάρι
Τότε σε ρουφάει μια αντανάκλασή σου
Βυθίζεσαι στο νερό και παγώνεις
Είσαι τόσο ξύπνιος που νομίζεις πως δεν θα ξανακοιμηθείς ποτέ
Τα δόντια σου τρίζουν και λες αυτό είναι αυτό
Αυτό το κρυστάλλινο πράγμα

 


Το Άσυλο, 2008, με υπότιτλο, Ηχοτοπίο για 8 φωνές, είναι ένα βιβλίο πολυφωνικό. Τα πρόσωπα που μιλούν θα μπορούσαν να είναι ή μεταμορφώσεις του ίδιου προσώπου. Η ποίηση, η τέχνη, δημιουργεί χώρο. Χώρο ζωτικό όπου μπορεί κανείς να σταθεί, να μιλήσει ή να εξερευνήσει. Φαντάστηκα το βιβλίο σαν ένα οίκο, ένα Άσυλο που θα μπορούσε να φιλοξενήσει, να υποδεχτεί και αντηχήσει αυτές τις φωνές. Η μεταμόρφωση, η απομόνωση, η επίκληση, η θυσία είναι μερικές από τις κινήσεις που επινοούν, προκειμένου να κατανοήσουν και να προφέρουν τα στοιχεία ενός πεισματικά απρόσιτου κόσμου.
........................................................................

 

Βήματα. Μακρινό κουδούνισμα. έντονα τριξίματα, από μετακινήσεις επίπλων. Ήχος από τηλέφωνο που χτυπάει επίμονα, θρόισμα από ξεφύλλισμα χαρτιών, συρτάρια που ανοιγοκλείνουν. Φωνή Δ . Στο φόντο ρυθμικός ήχος από στυλό που γράφει πάνω σε σκληρή επιφάνεια (το ξύλο του γραφείου;). Σε κάποιο σημείο εισβάλλει έντονα ο ήχος της πόλης σα να άνοιξε ξαφνικά το παράθυρο. Βουητό από αυτοκίνητα και κόρνες.

(φωνή Δ)

ΘΑΛΑΜΟΣ ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑΣ

Το δωμάτιο είναι λιτό.
Όταν μπαίνω μέσα απογειώνεται απότομα
Σαν αερόστατο που του κόβουν τα σκοινιά.
Είναι ωραία αλλά δεν μπορείς να φύγεις

Όλο το πρωινό παρακολουθώ τα σύννεφα.
Το βράδυ προσεύχομαι να γυρίσει το μικρό σκοτεινό μου ζώο.
Ποτέ μου δεν ρωτήθηκα για την προέλευσή του
Μου είχε απλά δωθεί.
Ίσως να ήταν και δικό μου παράγωγο.

Η απαλότητά του με συγκλόνιζε.
Το σώμα του μετέδιδε το ρίγος του κόσμου
Ένας θρόμβος σκοταδιού αναδυόταν απ` τα μάτια του.

Φώλιαζε στις πιο κρυφές μου κοιλότητες
Απ` αυτή την άποψη με γνώριζε καλά.
Μου δίδαξε τα τρία «φ»
Φως
Φαίνομαι
Φόβος
Κι άρχισα να συλλαβίζω

Ποτέ δεν βρήκα το σωστό συνδυασμό.
Ίσως ήμουν επιπόλαιη
Μου έλειπε η επιμέλεια
Ήταν όμως το αινιγματικό πλήθος των φύλλων στα δέντρα,
Που αποσπούσαν την προσοχή μου
Και η προσμονή της θάλασσας που την ήθελα ολοένα πιο αλμυρή.

Το ζώο μου έγινε ανυπόμονο.
Του ζήτησα παράταση
Αγρυπνούσε περιμένοντας
Έγινε άγαλμα αναμονής

Για να το ξεφορτωθώ του έδωσα τον ύπνο μου.
Στοίχειωσε τα όνειρά μου.
Μέσα σε κάθε καθρέφτη, αναγνώριζε τη μοναξιά του
Ήταν απαρηγόρητο.
Κλαίγοντας γοερά
Εμφιάλωνε μεθοδικά τα δάκρυά του σε μπουκάλια
Έβγαζε τα βιβλία μου απ` τα ράφια και τα τοποθετούσε στη σειρά

Μέρα τη μέρα, νύχτα τη νύχτα
Μέχρι να συμπληρώσει τα άπαντα των δακρύων
Όταν στέγνωσαν τα μάτια του, συγκέντρωσε σύννεφα έξω απ` το παράθυρό μου.
Η βροχή το συντηρούσε
Από μέσα ήταν πράσινο
Και πρασίνιζε ολοένα μέχρι να μουσκέψει ολόκληρο

Παρέμενε ευγενικό.
Ζάρωνε ματώνοντας την τρυφερότητά του στα κρυφά,
Να μη μ` αναστατώσει\ κρυβόταν σε βαθιά λαγούμια
«Μην τα βλέπεις όλα μαύρα», του είπα
Ρούφηξε απ` τα μάτια μου την όραση
«Μόνο μη φύγεις», ψιθύρισα
Ολόκληρο το τελευταίο βράδυ στεκόταν καταμεσίς στο πάτωμα δονούμενο
Όπως ένα εκκρεμές που πρόκειται επιτέλους να σημάνει.

Έκτοτε μια αχνή γραμμή
Χαράζεται στην παλάμη μου
Παράλληλα με τη ζωή μου.

**

Παράσιτα.
Ολοένα πυκνότερα στρώματα ήχων που είναι πια απροσδιόριστοι. Μια υπόκωφη τύρβη χωνεύει τα πάντα. Πολύ αχνά ξεχωρίζουν βήματα, μια μικρή μουσική φράση, μια εξάτμιση, ένα ξεψυχισμένο κορνάρισμα και το φύσημα του αέρα.

(φωνή Θ)

ΕΔΩ ΕΚΕΙ ΠΑΝΤΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ


Δεν καλλιεργώ τον κήπο μου σε βάθος
Προσπαθώ να εξαντλήσω την επιφάνεια
Γι'αυτό φυτεύω βήματα.
Αν απογυμνώσεις την αναμονή από κάθε προσδοκία
τι μένει;
Μια διαρκής παρουσία.
Βέβαια, για να είσαι αδιάλλειπτα παρών
οφείλεις να μάθεις να απουσιάζεις.
Εγώ διάλεξα ένα άσπρο φόρεμα.
Κάποιοι άλλοι, επινόησαν
διαφορετικές συσκευές εξαφάνισης:
Μια στολή μελισσοκόμου ας πούμε.
Άλλοι πάλι, πλαισιώθηκαν από μια κορνίζα παράθυρου
κι έμειναν ακίνητοι.
Μοιάζει στατικό αλλά δεν είναι.
Φταίει η διάρκεια που το αποκρυσταλλώνει.
Ο μηχανισμός είναι:
Δόνηση
Εγκατάλειψη
Εμπιστοσύνη
Αφανισμός
Χαρά
Όχι με αυτή τη σειρά
Και χωρίς το αίσθημα

 

Ο κύριος Ταυ, 2007 είναι ένα έργο μαθητείας στο οποίο το δημιούργημά μου έγινε ο οδηγός μου στην ποίηση. Τα ποιήματα αποτελούν μια σειρά από στιγμιότυπα του κύριου Ταυ, που λαμβάνουν χώρα μέσα στο κλειστό περιβάλλον του σπιτιού του, όπου οι άλλοι είναι απόντες και τα έπιπλα συγκροτούν κάποιες περίεργες οντότητες. Ο κύριος Ταυ δεν είναι ακριβώς αδρανής, βρίσκεται μάλλον επέκεινα της δράσης και κάθε φορά μοιάζει να επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση. Απεκδύεται το εγώ του για να γίνει μέρος του γίγνεσθαι του κόσμου. Κάθε τέτοια του προσπάθεια αποτυγχάνει και σε αυτό ακριβώς το σημείο θα ξεκινούσε το ποίημα αν ο κύριος Ταυ ήταν ποιητής. Όμως ο κύριος Ταυ είναι ένας ανταποκριτής από την επικράτεια του ασυντέλεστου, του «πριν ακόμα να», πριν «την πρώτη λέξη της πρώτης λέξης» και από εκεί μας στέλνει τα δυσανάγνωστα κείμενά του μπαινοβγαίνοντας στον θάνατο, τρώγοντας βότσαλα, ξεχνώντας τα μάτια του στον καθρέφτη, τραγουδώντας στο κενό και καταπίνοντας ένα αγρίμι.

 

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Ο κύριος Ταυ ξυπνάει κάθε μέρα μέσα σ` έναν άλλο άνθρωπο.
Γι` αυτό σηκώνεται πολύ νωρίς.
Πριν ξημερώσει.
Ανεβαίνει με κόπο τα σκαλοπάτια των στιγμών και πηγαίνει στο μπάνιο.
Εκεί αρχίζει να αφαιρεί τα λέπια της νύχτας.
Τους παγωμένους δρόμους, τις προκυμαίες και τα παγκάκια,
τις φυλλωσιές των δέντρων και των κλαδιών τους βρόχους/
τα δυσανάγνωστα κείμενα, τις αιμοβόρες παρθένους,
τα σμήνη των πουλιών.

Όταν μείνει εντελώς γυμνός
Αποθέτει το βλέμμα του στον καθρέφτη
Όπως κάποιος κρεμάει το παλτό του σ` έναν γάντζο.
Όμως αντί για μάτια έχει δυό ψάρια.
Επειδή τον διακρίνει άπειρη υπομονή,
Αφήνει τα μάτια-ψάρια να κολυμπήσουν στον καθρέφτη ελεύθερα.

Εκείνες τις στιγμές ζει το πιο καθαρό όνειρο.
Το όνειρο να μην είναι κανένας
Την πιο αλύτρωτη ερημιά.
Το κατάμαυρο σταυρόλεξο της αβύσσου.

Γεγονός που προσδίδει στα χαρακτηριστικά του
Αυτό που λέμε «βάθος».
Στη συνέχεια τα μάτια επιστρέφουν στη θέση τους.
Αυτά και ο καθρέφτης έχουν αποκτήσει τώρα κάποια συγγένεια.
Έτσι αλληλοαναγνωρίζονται.

**

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΑΥ ΣΕ ΕΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΟΠΙΟ

Μαζεύει ένα βότσαλο απ` την ακροθαλασσιά
Παρατηρεί πως το βότσαλο έχει την αξιοσημείωτη ιδιότητα,
Να μην διαθέτει εσωτερικό και εξωτερικό.
Τα δύο ταυτίζονται.
Επειδή δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο,
αποφασίζει πως το βότσαλο είναι εχθρός του κόσμου
και το πετάει μακριά.
Το βότσαλο πέφτοντας δημιουργεί αυτό που λέμε
«τρύπα στο νερό»
Ο Κύριος Ταυ αισθάνεται τρομερή έλξη
και ανεξήγητη ζήλια για το βότσαλο.

Παίρνει λοιπόν ένα άλλο και το βάζει στο στόμα του.
Στην αρχή είναι αλμυρό.
Είναι ένα θαλασσινό πράγμα.
Λίγο μετά δεν είναι τίποτα.
Ένας σκληρός όγκος σιωπής μέσα στο στόμα του,
που ρουφάει τη φωνή του.

Με έκπληξή του όμως διαπιστώνει
Πως και χωρίς φωνή μπορεί να μιλάει.
Προφανώς οι επικλήσεις του εισακούγονται.
Ένα σμάρι θαλασσοπούλια προσγειώνεται στα πόδια του.
Όταν φεύγουν αφήνουν πίσω τους ένα δυσανάγνωστο κείμενο.
Ο Κύριος Ταυ σκύβει κι αρχίζει ευθύς να το μελετάει.

**

 

Η ΣΕΙΡΗΝΑ

Τα σεντόνια είναι λευκές σελίδες
Κάθε βράδυ γράφει ακούραστα
Τις γεμίζει πυρετωδώς
Όπως λένε πως κάνουν οι ποιητές

Μα το πρωί τα σεντόνια είναι ζώα παράφορα
Είναι κύματα θάλασσα άγρια που αναδιπλώνεται
Και από εκεί αναδύεται συχνά μία μικρή σειρήνα

Τον κοιτάζει απαλά κι έπειτα
Βγάζει τα μάτια της και του τα προσφέρει
Δυο γυάλινους βόλους πράσινους
Ο Κύριος Ταυ δεν τολμά να απλώσει τα χέρια
Μα πως ποθεί τη δροσιά τους και πως σαλεύουν τα δάχτυλά του σαν φύκια
Να τ` αγγίξουν

Τα μάτια της θα ρούφαγαν όλη τη σκόνη
Που είναι η κλεψύδρα του καιρού
Θα έκαναν το αίμα νερό
Και τον ασβέστη κρύσταλλο

Η προσφορά εκκρεμεί
Μα ο Κύριος Ταυ όλο το αναβάλλει
Ποιος αντέχει να ζει σ` ένα διάφανο σπίτι;

**

ΓΡΑΦΕΙΟ Ι : σταθμός αναμονής

Φορέας του βάρους των αγκώνων
Της φρίκης των λευκών χαρτιών.

Το σαράκι, ο μετρονόμος της σιωπής,
Σκάβει λαβύρινθους τυφλούς, αθέατους μέσα στην ύλη.
Ο κύριος Ταυ ανάβει το τσιγάρο του
Σηκώνει το κεφάλι του ψηλά και αφουγκράζεται:

Τι είπε το σαράκι:

«Η σιωπή δεν είναι αρρώστια που ζητάει θεραπεία
Μόνο είναι πλέξη από νερό στου πέλαγου το βάθος.
Ταξίδι που αναβάλλεται και η αναμονή του

Η σιωπή δεν είναι σεντόνι που σκεπάζει τον κόσμο
Μόνο είναι πείνα δίκλωνη που σας θερίζει.

Ποιος θα χωρίσει τα κλωνιά το γήτεμα να σπάσει;
Ποιος θ` ασημώσει το γυαλί για να γενεί καθρέφτης;»