GREEK POETRY NOW!
a directory for contemporary greek poetry

| about | news| links | contact |

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
ΟΡΦΕΑΣ ΑΠΕΡΓΗΣ
ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ
ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΟΥΚΟΒΑ
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ

ΘΕΟΔΩΡΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

 

 

biography | poems | eng |

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ

ΕΧΟΥΝ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΣΤΙΣ ΚΕΡΗΘΡΕΣ


Δεν μπορεί παρά να έχει παρατηρηθεί
πως οι μέλισσες όταν καίγονται
γίνονται σαν κόκκινο βελούδο τρυφερές
κι εύθραυστες σα γυμνή κόρη γαλάζιου ματιού
μετά πεθαίνουν

Έχει σίγουρα προηγηθεί η φωτιά
που λιώνει τις κερήθρες
και η ανάληψη των τελευταίων ονείρων
του μελισσιού.
Για λίγο μάλιστα προκαλείται
κι ένας μικρός εναέριος συνωστισμός
μετά θα εξατμιστούν.
Και καθώς βέβαια τα όνειρα των μελισσών
μυρίζουνε λουλούδια,
ακόμη και μετά από καιρό
το επόμενο μελίσσι
θα ψάχνει μάταια εκεί πάνω
για έναν κήπο.

 

Από το «Υπνωτήριο – Εννιά νυχτικές παραβολές»
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1999

 


Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΑΝ ΚΥΚΛΟΣ


Η οικογένεια με τα πόδια σαν κύκλος βγαίνει το απόγευμα στο κρύο. Ο μπαμπάς τους με τα πόδια είναι μπροστά. Η μαμά λίγο πίσω, μοιάζουνε. Το αγοράκι είναι το σαρπράιζ στο τέλος΄ με τα μακριά του μαλλιά, τα πρώτα γένια, τα ίδια βεβαίως πόδια. (Τα πόδια σαν κύκλος είναι κληρονομική ασθένεια, κατά την οποία τα πόδια είναι σαν αγκαλιά, το ένα εδώ, το άλλο πολύ πιο πέρα, στο ασθενοφόρο δεν χωράς και ο τάφος σου είναι πλατύς στο κάτω μέρος.)
Η οικογένεια με τα πόδια σαν κύκλος βγαίνει στο κρύο –απόγευμα– να πάει στον κουρέα. Πρώτος θα κουρευτεί ο μπαμπάς, ύστερα θα τα πάρει λίγο η μαμά και το αγοράκι θα κόψει μια μύτη τη χαιτούλα. Μετά πιο όμορφοι, θα φάνε ένα γλυκό και θα χαζέψουν –έτσι, γιατί είναι ωραία– τις βιτρίνες. Το κυκλοθυμικό αγόρι θα κλάψει ελάχιστα και θα γυρίσουν σπίτι –βράδυ–, στο ξύλινο ιγκλού τους για τηλεόραση και ύπνο.
Κατά τα μεσάνυχτα γεμίζει όμως το σπίτι μπουρμπουλήθρες:
1. Ο μπαμπάς ονειρεύεται γραμμή με τούφες απ’ τα κομμένα μαλλιά μιας ζωής΄ μόλις που είναι ξύπνιος.
2. Η μαμά κοιμάται κι ονειρεύεται τοπία στη σειρά.
3. Το αγοράκι που πάσχει έτσι κι αλλιώς από αϋπνίες βλέπει ένα τραίνο μακρύ σα γυναίκα, με ήχο βελούδινο, χωρίς αριθμητική κι οχτάρια, καθόλου στροφές΄ ίσιο.

Έξω από το σπίτι, μεταμφιεσμένος σε κοινό πλασιέ, περιμένει να έρθει το πρωί για να χτυπήσει το κουδούνι, ο Προκρούστης που τεντώνει.

 

Από το «Υπνωτήριο – Εννιά νυχτικές παραβολές»
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1999

 


ΤΟ ΑΒΑΡΕΣ ΠΟΙΗΜΑ


υπάρχει ένα πουλί που
τις νύχτες δεν κατεβαίνει ποτέ
να κοιμηθεί στα δέντρα
αυτό κοιμάται με κλειστά φτερά
ακίνητο στο κέντρο του αέρα

Δεν το κρατάει κανείς από ψηλά

όσο είναι μέρα, κουράζεται πετώντας
χτυπά με βία τα φτερά γιατί
τα πόδια του έμειναν στ' αυγό, δεν έχει
πού να ξέρει ότι άλλοι πατάνε κιόλας΄
έτσι, χτυπά με βία τα φτερά

όμως τις νύχτες βαλσαμώνει
κοιμάται κάθετο
κι είναι μικρή όρθια κάσα
μα δεν πατάει, μπορείς να το πεις
και ξαπλωμένο

Τη μέρα πετάει πάλι

 

Από το «Υπνωτήριο – Εννιά νυχτικές παραβολές»
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1999

 


ΤΟΥ ΑΣΙΓΜΑΤΙΣΜΟΥ


Αγόρασε μια πέτρα σε κουτί. Έγραφε πάνω είναι Πέτρα Που Αλλάζει Χρώμα Μόλις Την Κοιτάς. Έτρεξε σπίτι του να την κοιτάξει όλη. Εκεί κοίταζε την πέτρα με μάτια πυρετού. Ώρες, μα δεν άλλαζε.
Σκέφτηκε Είμαι τυφλός άνθρωπος΄ ό,τι είδα ως τώρα δεν το είδα. Απόδειξη αυτή η πέτρα που αλλάζει χρώμα μόλις την κοιτάς. Το είπε αυτό καλά ταπεινωμένος, άφησε την πέτρα στο κουτί της, και συρρικνώθηκε να κοιμηθεί.
(Συρρικνώθηκε γιατί είναι τόσο δίχως νόημα ξύπνιος να μένεις όταν δεν επηρεάζεις τίποτα. Ούτε μια τέτοια πέτρα απ’ τις κοινές, που αλλάζουν χρώμα μόλις τις κοιτάς.)
Κι όλο το βράδυ η πέτρα στο κουτί της.
Όμως.
Την ώρα που κοιμότανε αυτός, σαλεύει κάτι μέσα από τους πόρους του. Ένας βαθυπράσινος αφρός, μυριάδες ύστερα και όλων των χρωμάτων. Έτσι κρυφά στο δέρμα φύτρωναν και ιδρύαν αποικίες. Ώσπου τον κάλυψε΄ επιληψία χρωματική. Μα σβήστηκε από πάνω του χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Ακαριαία μόλις ήρθε το πρωί.
(Γιατί είχαν ξεχάσει στο κουτί να γράψουν τελικώς το σίγμα: αυτή ήταν μια Πέτρα Που Αλλάζεις Χρώμα Μόλις Την Κοιτάς.)

Ξύπνησε πάλι με το δικό του χρώμα. Πήρε την πέτρα, την κοίταζε με μάτια πυρετού. Ώρες.
Αυτή δεν άλλαζε.

Από το «Υπνωτήριο – Εννιά νυχτικές παραβολές»
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1999

 

 

Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΧΗ

Ένας γκρίζος όρθιος λαγός,
ακίνητος,
τα πισινά του πόδια γαντζωμένα σ’ ένα
χώμα,
τα μπροστινά κρεμάμενα, βαριά,
τ’ αυτιά του δύο –
τεντώνονται σαν λάστιχα προς τον αέρα

«Δεν αγαπώ την εξοχή»,
σκέφτεται ο λαγός.
Τις νύχτες δεν κινείται.
Και ο αέρας είναι μπλε.
«Αχ, δεν αγαπώ πια την εξοχή».
Τις μέρες δεν κινείται.
Ο αέρας είναι άσπρος

Κάποιος τον μάγεψε, θεωρεί.
Τέτοια ακινησία!
Έτσι να στέκεται, βουβός,
σαν ν’ αφουγκράζεται αιώνια την κοιλάδα...
Δέντρα δεν βλέπει
μα θα υπάρχουν κάπου, γύρω.
Όμως αυτός δεν αγαπά πια δέντρα

«Όχι, δεν αγαπώ πια την εξοχή –
τελείωσε λοιπόν η εποχή που
την αγαπούσα...»,
σκέφτεται ο λαγός με χάντρες
στις κόχες των ματιών,
κάτω απ’ τα πόδια του –διακόσμηση– το χώμα.
(Ταριχευμένος είναι;)

δεν τον σκεπάζει αυτό το χώμα. Το πατά

Από το «Τριαντατρία» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2003)

 

 

ΣΥΜΒΑΝ ΜΕ ΦΡΑΟΥΛΕΣ ΜΕΤΑ

«Κρύο!1»,
είπε
–πέθανε2

Κι εγώ που όλο τον χρόνο
του κρατούσα
φρέσκες φράουλες…

 

1 Ζέστη ήταν, καλοκαίρι.
2 Κι όμως έρχεται, μιλάμε πάλι. Μ’ αφού πέθανε, πώς γίνεται αυτό; Σαν να μη με γνώρισε, «Πάντα αγαπούσα φράουλες», μου λέει. Του λέω «να σου φέρω λίγες;», μου λέει «ναι, σας ευχαριστώ». Κάνω πως δεν άκουσα, «ορίστε, κόκκινες κόκκινες, θες ζάχαρη;» του λέω, «Να τις βάλω στο ψυγείο να πάρουνε κρούστα;»· μου λέει: «φρέσκες προτιμώ, φρέσκες και ζεστές»· του λέω «όπως προτιμάς, κάνε κουμάντο», προσπαθεί, μα: «δεν μπορώ», λέει, «τι κρίμα, δεν μπορώ να φάω φράουλες, δεν ανοίγει πια το στόμα μου... Αφήστε καλύτερα, δεν θα πάρω, ευχαριστώ». Του λέω: «Πέθανες κι άρχισες τους πληθυντικούς; Δε με νοιάζει για τις φράουλες. Μπορείς αυτό τουλάχιστον να μην το ξανακάνεις;»

Από το «4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων»
Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2003, Αθήνα 2006

 


 

CHRISTMAS SONG
ή
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟΥ

Χριστούγεννα εννιά χρονώ Jingle bells, jingle bells Κάτω από το christmas tree Jingle all the way Διαβάζω τις «Τρελές, τρελές εφευρέσεις του καθηγητή Μπραίηνστορμ» Oh what fun it is to ride Στην τηλεόραση ανοιχτός ο Μπαγκς Μπάνι Jingle bells, jingle bells Από το δίπλα δωμάτιο διακριτικοί οι ήχοι των μαμά μου (41 χρονώ) μπαμπά μου (51) αδερφού μου (14) Κι εγώ Oh what fun it is to ride να μαζεύω θαλπωρή In a one-horse open sleigh αφού έξω απ’ το παράθυρο η νύχτα τότε ήρεμη, κι έπεφτε πάντα χιόνι

ακόμη κι αν δεν έπεφτε1

 

1 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΘΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ: Τριάντα τέσσερα χρονώ, Χριστούγεννα, κάτω από το Christmas tree, Jingle bells, jingle bells, «Μαμά, τον τελευταίο καιρό σαν πολύ να λαχανιάζεις όταν ανεβαίνεις τις σκάλες...», «Όχι», λέει, «τίποτα δεν έχω», «Εντάξει», λέω, «δε λέω πως έχεις, μόνο που, να, η μητέρα μιας φίλης μου, ξέρεις, της Εύης, ανέβαινε πέρσι τα σκαλιά με ψώνια και λαχάνιαζε πολύ, κι ο άντρας της την έσυρε με τα χίλια ζόρια στο γιατρό –όπως κι εσύ καθόλου δεν ήθελε να πάει– κι εκείνος τής είπε έχει φρακάρει η βαλβίδα, Jingle bells, θα πρέπει την άνοιξη να κάνετε εγχείριση, όμως ενδιαμέσως παρακαλώ να μη στεναχωριέστε για τίποτα, επικίνδυνο να στεναχωρεθείτε για κάτι, πάλι καλά που ήρθατε, jingle all the way, θα πηγαίνατε αδιάβαστη, θα σας έβρισκε ανακοπή στα καλά του καθουμένου. Kατάλαβες μαμά; Λέω γι’ αυτό μήπως να πηγαίναμε κι εμείς στον γιατρό, μήπως φράκαρε και θέλει ανανέωση, ελπίζω να μη σε στεναχώρεσα». «Εξήντα έξι πια», μου απαντά, «τι σημασία έχει; Θα μου επιτρέψεις να μην αποδεχτώ την πρότασή σου; Αγόρι μου, δε με πειράζει αδιάβαστη, βαρέθηκα να ’μαι συνέχεια διαβασμένη· μη στεναχωριέσαι εσύ, εμένα αυτό με νοιάζει, μα έλα, jingle bells, έλα στο παράθυρο, κοίτα τι ωραία που είναι έξω –πέφτει δεν πέφτει χιόνι, κοίτα τι silent night, τι έξοχα ήρεμη,

κοίτα τι ήρεμη που είναι η νύχτα»

 

Από το «4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων»
Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2003, Αθήνα 2006

 

 

 

ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΜΕΝΟΣ ΒΙΟΣ ΛΟΥΛΟΥΔΙΟΥ
ή
ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

… Τι. Πο. Τα..) Ώσπου:
Ανοίγει.
Λίγο.
Κι άλλο.
Και λίγο ακόμη
κι άλλο ακόμη, ώσπου:
Λου,λού,δι
ώσπου: Κλείνει.
Λίγο.
Κι άλλο.
Και πιο πολύ μα κι άλλο λί
μα κι άλλο λίγο, ώσπου:
(Τι. Πο. Τα …1

1 Ακουμπώ το χέρι σου, το οδηγώ στο τηλεκοντρόλ, και πατούμε μαζί το rewind. (Στην οθόνη: Το τριαντάφυλλο: Σε ανάσταση ταχεία με όπισθεν). Πατούμε play, fast forward. (Στην οθόνη: Το τριαντάφυλλο: Ζει γρήγορα γρήγορα, και μας αφήνει γεια.) Δεν αφήνω το χέρι σου, πατούμε αμέσως rewind. Λες: «Δεν παραιτούμαστε ποτέ από αυτήν την ανάσταση;» Δεν αφήνω το χέρι σου, πατούμε play-fast forward-forever rewind. «Όχι, αγάπη μου», λέω, «ποτέ. Ποτέ απ’ αυτήν την ανάσταση…»

Από το «4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων»
Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2003, Αθήνα 2006