από το βιβλίο Σκληρό να σκοντάφτεις σε πέτρες (Πατάκης 2016)
___________________________________________________
BRAND HIM WITH R FOR REFUGEE
brand: το εκ πεπυρωμένου σιδήρου ανεξίτηλον στίγμα δι' ου στιγματίζονται πάσης φύσεως κακούργοι και εγκλη- ματίαι.
Οι αλήται επί του στήθους with V for Vagabond
Οι φονείς επί του αντίχειρος with M for Murder
Οι επίορκοι επί του μετώπου with P for Perjury
Οι φυγάδες επί των δακτύλων with R for Refugee
Εν πλήρει χρήσει εν Βρεττανία έως του 1829
brand: (κατ' επέκτασιν σήμερον) ο γνωστός τοις πάσι χαρακτήρ, το στίγμα δι' ου εν προϊόν ασφαλώς αναγνω- ρίζεται, ου πλέον προς αποτροπήν αλλά προς δελεασμόν του αγοραστού.
Προσήλυτοι πιστοί ακόλουθοι μνηστήρες και θιασώτες Πολιορκητές και κυνηγοί ικέτες λάτρεις οπαδοί εραστές και εθελούσιοι δούλοι της θεότητας οιστρήλατοι λυσσώδεις και μανιώδεις ζηλωτές Σπρώχνονται στριμώχνονται διαγκωνίζονται ποδοπατούνται σφάζονται κατατρώγονται συνθλίβονται ροκανίζονται και διαμελίζονται εξαερώνονται και εξαχνώνονται
Από πόθο
Όμως η θεότητα είναι δαχτυλίδι
Δεν μοιράζεται
Μόνο περνά από δάχτυλο σε δάχτυλο
Κάτω από λιποθυμισμένα μεσημέρια ύστερα με τις άυπνες λαμπάδες της νύχτας
Μετά κάτω απ' τα πέπλα της αυγής όλο το δρόμο
ώς το στερνό λυκόφως και πάλι κάτω απ' τις κουρτίνες του μεσονυκτίου και ξανά τα γκρίζα νύχια της πρωινής δροσιάς το κάθετο άρμα του ήλιου και ξανά ώς την ιερή αμφιλύκη κι ύστερα πάλι νύχτα σκότος με άστρα και κομήτες και ξανά η ροδοδάκτυλη Ηώς μια κουρδιστή καλλονή ακριβής και
Μέσ' απ' τη θάλασσα οι λεγεώνες σειρές ουρές σπείρες μαίανδροι και αραμπέσκ
Στην ακατάληπτη γλώσσα του πόθου
Χιλιάδες νεόφυτοι με απλωμένα δάχτυλα
Μπροστά στους ιερείς-δακτυλοσκόπους
Τέκνον
Το δάχτυλό σου τρέμει ακόμη
Από αρχαίο πάθος
Ποτέ του δεν θ' αγγίξει άσειστο
Με την αγνή αδιαφορία των εκλεκτών
Ποιος θα παρέδιδε το δαχτυλίδι του αρραβώνα
Τα ιερά σκεύη της κουζίνας
Τη λίγη κι απαλή του μουσική
Σ' έναν που ακόμα φλέγεται κι αναπηδά τα πάντα αναποδογυρίζοντας στο πέρασμά του;
Μα κι αν δρασκέλιζες τις πύλες
Βρισκόσουν μόνος στα θολωτά τους δώματα
Και βούλιαζες με μαύρα πέλματα σε πορφυρά χαλιά Και άνοιγες τη Σολομωνική με βέβαιο χέρι
Φτωχέ μαθητευόμενε μάγε
Το σπήλαιο αστράφτει πίσω σου
Η σκούπα ανασηκώνεται απ' την κάσα και ρίχνει
ένα βλέμμα προς το μέρος σου
Μακρύς λαιμός που καταπίνει ουρλιάζοντας δράκος ίσως ή βόας
Ένα οπλοστάσιο φτιαγμένο για να σε ταπεινώσει Φτωχέ μαθητευόμενε μάγε
Πίσω του θα σε σύρει σε σκάλες αίθουσες υπόγειες τουαλέτες
Ξανά και ξανά θα στήσεις την κίτρινή τους πινακίδα Προσοχή στο υγρό δάπεδο
Καταφιλώ το άχραντο δάπεδο
Το αλείφω μύρο πολύτιμο
Δάκρυα από ελπίδα και πείσμα
Και με της κεφαλής μου τους βοστρύχους το σκουπίζω Φτάνει
Μαθητευόμενε μάγε τα όπλα τους μεταμορφώνονται στα χέρια σου
Από χρυσά ραβδιά σε φίδια
Η απόλαυσή τους μαθηματική
Με ακρίβεια διηρημένη ανάμεσα σε ωφέλιμο
και ωφέλιμο
Έχει κατάρα πάνω της για τους σφετεριστές
14
15
Στα χέρια σου θα γίνεται junk food καπνός πουτάνες μπίρες συμπλοκές και τυχερά παιχνίδια
Κι η σωφροσύνη τους
Ανάμεσα σε αφθονία και αφθονία
Ο ελεύθερός τους χρόνος στα wellness studios στις συνεδρίες με θεραπευτές και με καρπό εκατονταπλασίονα
Για σένα μαχαιριές κι ένα κακό στομάχι
Και μια πικρή παρέα που οκλάζει στο πάρκο βρίζει και βράζει στο ζουμί της
Φτωχέ αρνητή
Το δαχτυλίδι που τους κάνει αθάνατους
Εσένα θα σε στείλει στην τρίτη θέση των νοσοκομείων τους Όνομα; Θρήσκευμα; Κάποιος οικείος σε επείγουσα περίπτωση;
"Any english knowledge my friend? What am I going
to do with you? do you know what cancer is?"
Αν θέλεις να μοιάσεις σ' εκείνους
Κρύψε γλυκά τον εαυτό σου
Σαν μαργαρίτη μες στην άμμο
Άσε τη θύελλα να σε πλύνει όπως πιστεύαν άλλοτε Πως πλένονταν σ' αυτήν όσοι ξεχώριζαν
Άσε τους να σε βρουν μισοθαμμένο
Μ' ένα σου δόντι ν' αστράφτει στον ήλιο
Σαν Ροβινσώνα σαν Οδυσσέα σαν Ίνοκ Άρντεν Έξοχοι ήρωες που όμοιό τους δεν έχουν
Μα ακόμα κι αν σου υποσχεθούν τη βραδινή
τηλεοπτική εκπομπή
Ή το βιβλίο Γκίνες
Σκέψου το καλά να τους ακολουθήσεις
Πρόσεξε μήπως στην οθόνη σε διαδεχθεί ανεπαίσθητα Κανένας μάγειρας-ταξιδευτής
Μ' ένα τηγάνι στον αέρα
Μπαχαρικά και κρέατα εξωτικά σαν και σένα
Χαχά τι αστείο
Τα σύμπαντα παρέρχονται στα χέρια τους
Καλύτερα παραχωμένος
Μ' ένα σου μάτι ν' αστράφτει στον ήλιο
Κρύψ' το κι αυτό σαν θα περνά η Ναυσικά
Με το λευκό μαγιό και με τις φιλενάδες
Και με τη μπάλα του beach volley υπό μάλης
Θα σε περάσει με απαλές πατούσες
Επάνω στην ανυπαρξία σου θα σκοντάψει
Ουψ!
Σκληροί οι ανύπαρκτοι σαν πέτρες
Σκληρό και το μνημείο που θα τους στήσουμε Σκληρά να μας θυμίζει
Πόσο μας απαλύνει ένας ένας τους
Κάθε φορά που δεν υπάρχει
Το κόκκινο αίμα μάς σφίγγει την καρδιά
Τώρα που το δικό του γαλαζωπό και κρύο
Χύνεται πάνω στις θαλάσσιες ανεμώνες
Μια γέμιση πολυτελής για κάθε άδειο κέλυφος
Έναν ανδριάντα θα του στήσουμε
Θα του καρφώσουμε τα πόδια να βηματίζουν στα νερά
16
17
ανοιχτά
Και μ' απλωμένα χέρια στην ακτή
Όχι όχι δεν τον θέλουμε για βδέλυγμα αποτρόπαιο Μάλλον για δείγμα αποτρόπαιης θέλησης
The ideal step of no-arrival
Κρύψε τον πόθο σου απ' τα μάτια τους Στη θέα του δεν θ' αντέξουν οι αρετές τους Άβγαλτες κόρες φεγγαρογέννητες καθόλου Καθόλου πλασμένες για πόθους
Μη σπας την πόρτα ανώφελα
Κούκλα η κόρη που κεντάει στο παράθυρο Δεν έχει χέρια να σε αποκρούσει
Ούτε και κόλπο να τη σπείρεις με τη βία
Μόλις η Ναυσικά μαζέψει τα κοχύλια τη χιονάτη ομπρέλα
Και την απόχη με τους αστερίες
Ρίξε την κάπα στα νερά και φύγε πάνω της
Για επτά χρόνια κι άλλα επτά
Μια κόρη άπιστη κι ακόμη μια
κι άλλη μια τρίτη πλανερή και πέμπτη κι έκτη άπιστη κι αυτή
Άπιστες κόρες και χρόνια σε επτάδες
Έπνιγαν πάντοτε τους εραστές τους;
Πάντα σε θέλανε στα βάθη πελιδνό
Να κείτεσαι ασκεπής κι ευλογημένος
Μα εσύ τυλίξου με τη μαύρη κάπα
Κατάρατος υψώσου
Όρθιος με πορφυρά πανιά στον ουρανό τους
Το πλοίο-φάντασμα που θα στοιχειώσει τους μέλλοντες θρύλους τους
Αν τραγουδήσουνε ποτέ ξανά
3 ποιήματα από το βιβλίο PATERNOSTER SQUARE
44
Το πένθος των γραφείων
Χωρίς προειδοποίηση
Πέφτει απ' όλα τα παράθυρα συγχρόνως
Αστράφτοντας με κουρασμένες λάμψεις
Οι μοχθηρές πτυχές του
Κρέμονται τώρα στον γκρεμό
Γενναιόδωρα
Οι πύργοι εκπνέουν πάνω στην πλατεία
Συλλογισμούς και σχέδια που περίσσευσαν
Σπέρνουνε σφαίρες ασημένιες και στιλπνές
Πανομοιότυπες μέσα στον κόλπο της
Μια ακίνδυνη ηδονή χωρίς καρπούς
Τα μάτια της στριφογυρίζει
Γύρω στους εγερθέντες πύργους
Ω αυτός ο αρραβώνας
Που επαναλαμβάνεται αβάσταχτος
Και όμοιος κάθε νύχτα
Τελετουργία
Είναι το ομοίωμα μιας πράξης
Ή η ίδια η πράξη
Παρατεινόμενη εις τους αιώνας
Γιατί σωπαίνουν οι καμπάνες;
Πόσος καιρός έχει περάσει
Από τη μέρα που ούρλιαξε ο ναός
Την τελευταία λεηλασία;
52
Οι μέρες προς τη δύση
Πετούν ανάσκελα
Με νύχια μαζεμένα στον αέρα
Και με χρυσά φτερά
Ως να τις χάσουν απ' τα μάτια όλοι ακολουθούν
Ποιος σήμερα εκ νέου θα αποτύχει
Από δική του υπαιτιότητα
Η ισχύς είναι παντού σαν πνεύμα
Μυρίζει σίδερο τροφή και σκόνη
Οσμή εκστρατείας
Οι οξυδερκείς στα παρατηρητήρια
Δεμένοι με ιμάντες
Κρέμονται στο κενό
Πυροβολούνε τα χρυσά θηρία
Τα πούπουλα σκορπίζουν
Μαζεύουν βέβαια όλοι
Κοιτούν ψηλά με ευγνώμονες ματιές
Οι ευχαριστίες ανεβαίνουν σαν θυμίαμα
Μα λίγο πριν τον ουρανό οι σκοπευτές τις σταματούν
Εξάλλου προορίζονταν γι' αυτούς
Και τώρα πού με όλο τούτο το χρυσάφι;
Στα θησαυροφυλάκια
Κάτω απ' το οδόστρωμα των πόλεων
Οι φύλακες χειρίζονται τον προστατευτικό ηλεκτρισμό
Τον περιφέρουν
Βάναυσο
Τον συγκρατούν με κόπο απ' το λουρί
Εσύ στη μέση της μεγάλης αίθουσας
Κάνοντας τάχα μιαν απόπειρα
Το μαύρο σου κοστούμι ανοίγοντας στα δυο
Και εμφανίζοντας στο χέρι σου
Το όπλο
Γιγάντιες πύλες
Θα κλείσουν μπρος και πίσω σου
Κι οι φύλακες
Θα εξαπολύσουν εναντίον σου τα ηλεκτρικά σκυλιά τους
Θα εξισωθούν πίσω και μπρος τα πορφυρά υπέρθυρα
Ως ύστερη επαλήθευση
Κι εσύ μ' ένα σπασμό ηδονής θα εκτιναχτείς
Στα μακρά τείχη
53
Θαύματα στον ορίζοντα
Χλωρά νησιά που απομακρύνονται
Δεν είδαν
Ώρες ακίνητοι στην πλώρη
Άρχισαν να τρέμουν
Γύρισαν με έξαψη νομίζοντας
Πως κάποιος τους περιγελά
Ανάποδα μειδιάματα
Ένωσαν δυο σημεία
Που δεν το 'χαν σκοπό να πλησιάσουν
Πίσω τους η Ανατολή εξερράγη
Η Δύση υψώθηκε σαν όνειρο αμφίθυμη
Τα ρεύματα πλανώνται
Η βεβαιότητα αυξάνει
Με κάθε μίλι προς τη Δύση
Πλουτίζει η θάλασσα σε φώτα
Και παλαιούς αφρούς
Οι ποταμοί ξερνούν ακόμα
Bleu royal
Πάνω στο κύμα τα βιβλία γυρίζουν τις σελίδες τους
Λευκά οστά των βασιλιάδων
Και ξανθές κόμες
Η θάλασσα στα μέρη τους
Δεν οδηγούσε πουθενά
Εισέβαλλε στα σπίτια
Έσερνε τον καπνό απ' τους τοίχους πίσω της
Και την ξινή οσμή των δρόμων
Οι εκρήξεις συνεχίζονταν
Χρόνια μπροστά στη θάλασσα που τους παρέλυε
Μέτρησαν ήλιους
Να χάνονται στη Δύση χωρίς επιστροφή
Στις χώρες της όπου φυτρώνουν καταιγίδες
Και ταξιδεύουν πορφυρές
Σπέρνουν τον πόντο με απορρίμματα
Και εξιστορούνε τους νεκρούς ακούραστες
|