ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΟΥΝΑΒΕΩΣ
Από τόσα και τόσα τοπία που πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου
δεν θέλω να θυμάμαι παρά μόνον ένα:
την εικόνα εκείνης της κομμένης στα δυο γέφυρας
καθώς το τραίνο μου διασχίζει τα Βαλκάνια
Έχουμε ήδη μπει στην άνοιξη και τα λουλούδια
πάνω στους κροτάφους των νεκρών ανθίζουν
(τίποτε άλλο πια δεν ανθίζει παρά μόνο
τα λουλούδια στους κροτάφους των νεκρών)
AΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
Αυτή η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στο κτήμα του συνταξιούχου καθηγητή Σερεμπριακώφ πριν από πολλά χρόνια,
όλα τα πρόσωπα που κοιτάζουν προς το μέρος μας είναι από καιρό πεθαμένα, ο Άστροφ δεν ξαναγύρισε πια, ούτε η Σοφία Αλεξάντροβνα, ούτε ο Βάνια ξεκουράστηκαν ποτέ, τίποτα δεν άλλαξε από τότε, το μέλλον είναι ένας δρόμος δύσβατος που αν τον πάρεις ως το τέλος οδηγεί κατευθείαν στο παρελθόν, αυτό το ποίημα δεν μπορεί παρά να τελειώσει εδώ, η Ιστορία θα συνεχίσει μιαν άλλη μέρα, η Ιστορία αστειεύεται ασφαλώς, μας ενώνει όλους αυτή η κοινή μοίρα και αν ζούσαμε ακόμα λίγο θα βλέπαμε τον Τσάρο να φτυαρίζει το χιόνι στο Αικατερίνεμπουργκ.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΒΝΑ
Μόνο για μια στιγμή πέρασε η ομορφιά σου
μπροστά από τους καθρέφτες του θανάτου
ω Ναστάσια Φιλίπποβνα!
Τώρα είμαστε όλοι σε μια βάρκα και πλέουμε
προς το σκοτάδι
Και άλλοι ακόμη αποχαιρετισμοί: σε λιμάνια, σε έρημες αποβάθρες, σε γέφυρες πλοίων που βυθίζονται, στους καφρέφτες εκείνου του καιρού, σ` ένα δρόμο στη Βιέννη που προσπαθείς τώρα να θυμηθείς τ` όνομα του, στα γράμματα εκείνα του Φραντς Κάφκα που δε χάθηκαν και παραδίδονται από χέρι σε χέρι και τέλος: χαίρε ύστατο που απευθύνεις έξω από τα τραίνα που αναχωρούν και μας παίρνουν για πάντα.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΒΝΑ
Μόνο για μια στιγμή πέρασε η ομορφιά σου
μπροστά από τους καθρέφτες του θανάτου
ω Ναστάσια Φιλίπποβνα!
Τώρα είμαστε όλοι σε μια βάρκα και πλέουμε
προς το σκοτάδι
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Και παρακάτω μια προχειρογραμμένη
σημείωση, μιλώ για
την τελευταία φράση που έγραψε στο
περιθώριο του τετραδίου της
η Άννα Μαγδαληνή Μπάχ μια ήσυχη
καλοκαιρινή νύχτα του έτους 1752:
Θυμήσου θυμήσου ω ψυχή μου
τα χρόνια που διάβηκαν σαν
σύννεφα.
ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
Προς τι, αναρωτιέμαι, αυτή η παράξενη
επιμονή
των δεικτών να περιστρέφονται στα
τυφλά μέσα σ` ένα
ρολόι κομματιασμένο από αιώνες, προς
τι και η πεισματική
εμμονή του τεχνίτη στη λεπτομέρεια
(αναρωτιέμαι πάλι) προς τι η επιμονή
του ποιητή να βγάζει
τα μάτια του μες στο σκοτάδι
πασχίζοντας
να ανακατασκευάσει τον περίπλοκο
μηχανισμό του ποιήματος
εδώ πλυθησμοί ολόκληροι
ανταλλάσονται ακριβώς όπως ανταλλάσονται
δυο πιόνια πάνω σε μια άδεια σκακιέρα.
«Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ», Οδός Πανός, 2007
|