ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΟΣ |
|
|
Τάνγκο Αντίντας
Αυτό το ποίημα είναι η μπάλα που απόκτησα μικρός και στο πρώτο σουτ τρύπησε. Έκτοτε μπήκε σε μια χρονοκάψουλα και ταξιδεύει ανά τους αιώνες. Όμως ποιο ταξίδι, ποιους αιώνες; Χρόνια έχει να βγει από το σπίτι του. Κάποιες συμπτώσεις το έφεραν στις σελίδες μου, τις έσκισα κι από τότε με αποκήρυξε. (Να σου θυμίσω, στα πεζοδρόμια δώσαμε τα πιο μεγάλα ματς, εκεί αγκαλιαστήκαμε.) Μετά έπιασα δουλειά, ελαιοχρωματιστής, εισπράκτορας στα ΚΤΕΛ, προπονητής τερματοφυλάκων. Μα στο τηλέφωνο θα βρίσκεται πάντοτε η Μαρία.*
Αυτό το ποίημα λέει τα δικά του. Ποτέ δεν θα πει τι θέλω εγώ.
Ο παππούς στην εξοχή
Έτσι συμβαίνει συνήθως. Ξημερώνει μια Δευτέρα και κάποιος διαφεύγει την προσοχή. Βγαίνει στην κόψη του δρόμου περπατάει με κόπο κοιτάζει πίσω απ’ τον ώμο λες και η νύχτα τον ακολουθεί. Τα ρούχα του μυρίζουν ρωσική καθαριότητα και αλοιφή για φλεβίτη. Προσέχει τα περιπολικά, προσπερνά τα φαρμακεία − τον φοβάται τον θάνατο, κι ας αποφάσισε να φύγει μια και καλή. Τώρα βαδίζει ανάμεσα σε αγνώστους βήχει γελάει κόκκινος σαν παιδί. Τρίβει με πάθος τα γόνατα να βγάλει από πάνω τον χρόνο κι όλο γελάει όλο ψιθυρίζει σήμερα είναι Κυριακή.
Απλώνει το χέρι και βρίσκεται ξαφνικά στα χωράφια.
Τα σιτάρια πήραν το σχήμα του κορμιού του.
Οικογενειακός γιατρός
Τρεις μέρες πάλευε στη ζούγκλα του ιατρείου.
Μάγοι ιθαγενείς φυσοκάλαμα θεραπευτικά φυτά θηρία και τυφώνες τού έπνιγαν τη φωνή.
Δίπλα βάρκες με άλλους ασθενείς κωπηλατούσαν ήρεμα τον έδειχναν με το δάχτυλο έβγαζαν φωτογραφίες.
Τον είδε ο γιατρός. Είπε να κόψει τα ποιήματα το βράδυ.
Οικογενειακή συγκέντρωση
Έχω έναν πατέρα μωρό Κάθε βράδυ τού ζεσταίνω το γάλα Στα κρυφά ρίχνω μέσα κουταλιές τη ζωή μου Με καταπίνει αργά Ύστερα με φωνάζει στα όνειρά του Με καλεί με το μικρό του όνομα Μπερδεύει τα πρόσωπά μας Το δικό μου με το δικό του Όλο το βράδυ τινάζει τα πόδια Δεν τον προφταίνω Δίνει μια και πηδάει από το παράθυρο Το τρεχαλητό του αντηχεί σ’ ολόκληρη την πόλη Δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω Το πρωί κάθεται στα γόνατά μου Λέει ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια Εγώ παρατηρώ τα στραβωμένα δάχτυλα του ποδιού του να κινούνται ακατάπαυτα. Ανοίγω την πόρτα να βγω και βρίσκω μια φωτογραφία οικογενειακή −
Ο πατέρας λείπει απ’ αυτήν.
Γενεαλογία, Μέρος Δεύτερο
Ο Μαξίμ Γκόρκι γέρνει στον ώμο μου −είναι η ώρα που τα καραβάνια αφήνουν την πόλη−
ο Γκόρκι κλαίει σαν το παιδί για την αδικία η μέρα είναι το τσακισμένο κοτσάνι ενός οπωροπώλη ύστερα γίνεται λουκούμι τριαντάφυλλο σβησμένη οθόνη
−θα συναντηθούμε άλλωστε στη σιωπηλή πλευρά του δρόμου, ήσυχοι και υποψιασμένοι−
ο Γκόρκι κλαίει το παιδί κλαίει
η νύχτα πιο πίσω καθαρίζει το μήλο της.
|