GREEK POETRY NOW!
a directory for contemporary greek poetry

| about | news| links | contact |

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
ΟΡΦΕΑΣ ΑΠΕΡΓΗΣ
ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ
ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΟΥΚΟΒΑ
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ

ΘΕΟΔΩΡΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

 

biography | poems | eng |

Ποιήματα
(Ο Λιθόπαις, Νεφέλη 2016)


*

Κανείς δε θα σου θυμώσει αν πεθάνεις.


 

 

*

ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ

Δε θυμάται πότε
Δεν ξέρει να πει πώς
Πάντως κάποια στιγμή
Ερωτεύτηκε την κόρη της
Τώρα εύχεται να μην άλλαζε τίποτα ποτέ
Να την κρατούσε εκεί για πάντα
Το μαλακό κορμάκι
ασάλευτο και ενύπνιο
με το στοματάκι του μισάνοιχτο
πάνω στη θηλή της.

 

*

Ομιλητής Α: Εγώ νεκρή, θα είμαι ακόμα εγώ;
Ομιλητής Β: Τί είν' αυτά που ρωτάς; Σταμάτα.
Ομιλητής Α: Όχι απλώς, θέλω να πω. Ένας που πέθανε είναι ακόμα ο εαυτός του;

 

*

Μετά τη μάχη του Βατερλώ, κερδοσκόποι άρχισαν να ξεριζώνουν τα δόντια των νεκρών ή βαριά τραυματισμένων στρατιωτών προκειμένου να κατασκευαστούν μασέλες για ευκατάστατους κυρίους και κυρίες της αστικής τάξης της Βρετανίας. Επειδή οι άντρες που 'έπεσαν' στο Βατερλώ ήταν πολύ νεαρής ηλικίας -και άρα με εξαιρετικά υγιή οδοντοστοιχία-, οι μασέλες από δόντια του Βατερλώ ήταν περιζήτητες.

WATERLOO TEETH (ΔΟΝΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΕΡΛΩ)

[Πεσμένος μπρούμυτα με το πρόσωπο χωμένο στη λάσπη]

Γι' αυτό λοιπόν αυτά τα Βατερλώ;

Ίσα να φάει το πηχτό σκοτάδι το πετσί μου
Και να φορέσει τα δοντάκια μου μασέλα
Κάποια γριά φαφούτα
Απ' το Ίσλινγκτον;

 

*
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ Ή ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

Η κόρη αγαπά τη μητέρα αγαπά τη μητέρα τόσο που σχεδόν λατρεύει τη μητέρα η κόρη αγαπά τόσο τη μητέρα που μισεί τη μητέρα η κόρη τη μητέρα μισεί γιατί αγαπά τη μητέρα τόσο που η αγάπη για τη μητέρα δεν αφήνει την κόρη να αγαπήσει την κόρη δεν αφήνει να αναπνεύσει η αγάπη για τη μητέρα δεν αφήνει την κόρη να ζήσει.

 

*

Μολυβένιο στρατιωτάκι: ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πέτρα ή απολιθωμένο δέντρο.
Όταν ήταν παιδί, με την αδερφή της είχαν νοσοκομείο μικρών ζώων.
Για χρόνια, διετέλεσε νούμερο σε περιοδεύοντα θίασο: έκανε το 'Μεγάλο Αστείο'.
Ανάμεσα σε στρατιωτικά παραγγέλματα θα κάνει ασκήσεις πείνας
ή θα σας αφηγηθεί την ιστορία της.

*

*

ΜΟΛΥΒΕΝΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙ

Πρόοοσοχη
Επ' ώμου, άρμ
Πρόοοσοχη
Επ' ώμου-

Η πρώτη κίνηση που έχασε το νόημά της
όταν για χρόνια έπρεπε να ζω σαν να' μαι από μολύβι
ήταν εκείνη της τροφής
Το τόξο που διαγράφει το χέρι
απ' το πιάτο στο στόμα

Πρόοοσοχη
Επ' ώμου-
Επ' ώμου, είπα
Επ' ώμου

Έσύ; Έχεις δεί ποτέ άνθρωπο να μένει τόσο λίγος που τα ρούχα του να κρέμονται σαν από καρφί;
-Δεν ξέρω τί να πω για μένα. Όταν ήμουν παιδί, με την αδερφή μου είχαμε νοσοκομείο μικρών ζώων. Ορίστε, συστήθηκα.
-Μια φορά πήρα κάτι χάπια, είπες εσύ. Παραλίγο να πεθάνω...
Και το είπες όπως λέμε 'Σήμερα είναι Δευτέρα' ή 'Εσείς πού πήγατε το καλοκαίρι;'

Κόμπο-κόμπο, μεταστατικά, με την αργή ακατάβλητη δύναμη του σταλαγμίτη πέτρωνα. Δεν ξέρω τί ήταν ο θίασος αυτός, πού περιοδεύαμε, ποιό το όνομά του. Το μόνο που ανακαλώ είναι η πόρτα της σκουριαμένης καρότσας του ημιφορτηγού να κλείνει πίσω απ' το κεφάλι μου. Σκαμπανεβάζουμε σε κάποιο χωματόδρομο για ώρα. Την πνιγηρή σκόνη περισσότερο τη φαντάζομαι παρά τη θυμάμαι:

Κυρίες και κύριοι! Υποδεχθείτε!
Μια μοναδική ατραξιόν!
Μόνο γι' απόψε!
Μαζί μας: Η πέτρα, Το Απολιθωμένο Δέντρο ή απλά Το Μεγάλο Αστείο!

Απ' τα κλαδιά μου δεν κρεμάστηκαν παιδιά
Στα κλαδιά μου δεν ξαπόστασαν πουλιά
Τα κλαδιά μου δε νότισε η πρωινή πάχνη.

Κυρίες και κύριοι!
Ποιητής είναι ένας που ακούει εκκωφαντικά τη φωνή του μέσα στο κεφάλι του! Κυρίες και κύριοι σκεφτείτε το!
Μοίρα του αγάλματος είναι η προσμονή να ελευθερωθεί από το βράχο!

*

Τί πάει να πει 'πεθάνει';

Όταν είσαι και μετά δεν είσαι πια.

 

*

ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΗΛΙΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ

Είναι άπειρα τα πράγματα που πρέπει να γίνουν σ' ένα βενζινάδικο. Αν είχες ζήσει σε βενζινάδικο θα ήξερες. Πρέπει πρώτα να ξεπλύνεις σχολαστικά την πυκνή σκόνη από αντικείμενα που είναι ζήτημα χρόνου πότε θα θαφτούν κάτω από ακόμα πυκνότερη σκόνη. Να πάρεις από δω και να πάς εκεί ένα πράγμα που έχεις πάει χιλιάδες φορές από κεί εδώ κι από δω εκεί. Να σφίξεις με σπουδή ένα παξιμάδι.
Κι όταν ξεμπερδέψεις με τούτα και με κείνα,
να κάτσεις
σ' εκείνη την καρέκλα που τρίζει πάντα κάτω από το βάρος σου
και να κοιτάς
την ατέλειωτη ευθεία
απ' όπου ποτέ τίποτα δεν ήρθε.

 

*

ΤΟ ΚΕΝΟ

Του πέθανε η γυναίκα του
και πήγε στο χωριό του κι έφερε άλλη γυναίκα.

 

*

Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΗΣ

Είναι ισχνή, πολύ ισχνή Αυτός δίπλα της είναι υπερβολικά κοντά της Αυτός την κοιτάει καρφωτά μες τα μάτια Αυτή αποφεύγει το βλέμμα του Αυτή είναι ισχνή, τόσο ισχνή, που αυτός πλάι της μοιάζει ογκώδης κι αδέξιος Αυτός δείχνει μεγάλος Αυτή πολύ μικρή Έχουν τα ίδια μάτια Είναι ο πατέρας της Αυτή κοιτάζει απ' την άλλη Αυτός την περιεργάζεται Υπό την πίεση του βλέμματός του αυτή λίγο λίγο συρρικνώνενται Αυτή, κάμποση ώρα μετά, θα μείνει μια κουκίδα στην άκρη της καρέκλας Η κουκίδα κι ο πατέρας της Αυτός της φέρνει κάτι να πιει Αυτή δε γυρίζει καν να το κοιτάξει Αυτός επιμένει Αποζητά το βλέμμα της Την έγκριση του βλέμματός της Αυτή του το αρνείται Αυτός σπρώχνει το ποτήρι πιο κοντά της Της λέει κάτι Αυτή ούτε κοιτάζει ούτε απαντά Λίγο αργότερα θα φύγουν Μπροστά η κούκιδα Πίσω ο πατέρας της Το ποτήρι ανέγγιχτο
Κατάλαβες;

 

*

ΚΑΙ ΕΚΤΟΤΕ ΖΩ Μ' ΑΥΤΟ

που όταν έπρεπε να γίνει
δεν έγινε
και τώρα που πάει να γίνει
πια δε γίνεται.

*

Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Η μητέρα συνθλίβει τα γόνατα της κόρης
Πρώτα το ένα
Μετά το άλλο
Κατόπιν, εκτελεί μια σειρά από δοκιμαστικά
Τοποθετεί την κόρη σε θέση οκλαδόν
'Σήκω' της λέει
'Μα δε μπορώ' απαντά η κόρη
Η μητέρα την πιάνει απ' τις μασχάλες
Την κρατάει όρθια και τραβάει απότομα τα χέρια
Επαναλαμβάνει το τέστ δυο-τρεις φορές
Η κόρη κάθε φορά σωριάζεται σαν πάνινη κούκλα.
Τότε η μητέρα παίρνει την κόρη αγκαλιά
'Αγάπη μου' της λέει
'Γλυκειά μου αγαπούλα
τώρα
-τί να κάνω;-
θα γίνω
από' δώ και μπρος εγώ η πατερίτσα σου'.

 

*

Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ

Είμαι δεκατριών ετών.
Ο παππούς μου πέθανε στα τριανταπέντε.
Το ίδιο και ο θείος μου.
Ο πατέρας μου είναι τριάντα.
Του μένουν
πέντε χρόνια.
Το στόμα του είναι μια μαύρη τρύπα.
Το λαρύγγι του μια μαύρη σύραγγα.
Τα σωθικά του μια μαύρη σπηλιά.
Ο πατέρας μου έχει καταπιεί το ορυχείο.
Κι έτσι το ορυχείο τον τρώει από μέσα.

Απ' το ορυχείο δεν ξέφυγε ποτέ κανείς
Αλλά εγώ μια μέρα -πολύ σύντομα-
Θα πω
'Δε θέλω να πεθάνω στα 35 όπως ο πατέρας μου'
Θα πω
'γερός είμαι, μυαλό έχω, τα χέρια μου πιάνουν, θα τα καταφέρω'
Θ' ανέβω σε λεωφορείο
Θα πάω σε μεγάλη πόλη
Λίγους μήνες μετά
Θεονήστικος, άυπνος κι απένταρος
Θ'ανέβω πάλι στο λεωφορείο

Εκείνη τη μέρα δε θα μου παίρνεις μιλιά
Και δε θα σηκώνω τα μάτια
Από τη μαύρη άσφαλτο
Από ντροπή μη δεις στο βλέμμα μου
Το βλέμμα κάποιου
Που γυρίζει να πεθάνει στο ορυχείο.

 

*
Ομιλητής Α: Πού είσαι; Δε σε βλέπω.
Ομιλητής Β: Το ξέρω. Δεν πειράζει. Νιώθεις που κρατάω το χέρι σου;
Ομιλητής Α: Ναι.

 

 

==================

(2007-2009)


*

ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΡΓΑ


Ζουν ανάμεσα στους βράχους

και γίνονται πέτρα


Για να μην τους ραμφίζουν οι βροχές

νερό


Γιατί αυτοί

πετσί

δεν έχουνε ν’ αλλάξουν

άλλο απ’ το Μέσα τους.

 

*


ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ


Πάντοτε εγώ ήμουν.

Το μελαγχολικό, αστείο δέντρο


Μα η Ασίγια-χάν δεν ήτανε μαιτρέσα μου


Εγώ για σένα

άναβα

τ’ αστέρια το χειμώνα.



*


FAREWELL MY CONCUBINE


Μητέρα,


Το νερό έγινε πάγος.

Ο άνεμος


είναι πιο δυνατός απ΄ την παλίρροια.

 


*

Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Γ Ο Ρ Ι Α


Ι

Καλά μας έβγαλε ως εδώ

Το ανύπαρκτο άκρο

Το αόρατο μέλος


Τώρα τι γίνεται



ΙΙ


Ο αέρας σφύριζε όλο το βράδυ

Το σπίτι τρύπιο από παντού

Όλο έκανα να σε σκεπάσω

Και τα σκεπάσματα πέφτανε στο πάτωμα

Πήγαινα να σε χαϊδέψω

Αλλά με τι



ΙΙΙ


Μακρύ ταξίδι αυτό που έχουμε μπροστά μας

Κι ίσως επειδή κατά βάθος είμαι

αυτό «το κοριτσάκι που δεν έχει ποδαράκι

και κρατάει το μπαστουνάκι του» Σε φωνάζω

Και δεν είσαι πουθενά

Σε ψηλαφώ

Κι ας μην υπάρχεις

Σάμπως ετούτος ο τόπος μας ο χλοερός

Να ήταν εξαρχής

Μια φαντασμαγορία



ΙV


Γι` αυτό θα ήθελα

«Μόνο γι` απόψε αν γίνεται γιατρέ

να πάρω το χέρι μου στο σπίτι»

Μόνο γι` απόψε αν γίνεται

να στήσω

με αξιοπρέπεια όρθιο

ετούτο το σακατεμένο πράμα

που είμαι

Γιατί η αγάπη

θέλει επάρκεια

και σκόντο δεν κάνει.


*


ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΜΟΥ



Κι αν κάποτε φύγεις, είπε η Αλεπού,

θα μου λείψει το γέλιο σου

κι η έξαψη του σώματος μεσούντος του χειμώνα.