ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
ΧΧΧΙΙ
Η θάλασσα ακίνητη θάλασσα
εξατμισμένη εξατμισμένη γαλάζια
κάτω από τα βουνά θάλασσα λάδι ακύμαντη
καράβια ακίνητα αιωρούμενα
θα τα ρουφήξεις θάλασσα θα τα φτύσεις
έξω στην στεριά θα τα τσακίσεις
τα ακούνητα καράβια
τώρα τα δέχεσαι στον ουρανό
κρέμονται από κλωστές σχοινιά
αόρατες τριχιές
κρέμονται τα καράβια αιωρείται η καρδιά μου
LXIX
Μόνο μες στον καθρέφτη
βλέπω τον κώλο μου
Και πάλι δεν μπορώ να τον δω
Μόνο μες στον καθρέφτη
βλέπω το πρόσωπό μου
Αλλά κι αυτό αδυνατώ
να το δω
ΕΙΣΜΝΗΜΗ
έλα τώρα μην μ’ αποφεύγεις είπες κάτι σκέφτομαι είπα δεν είναι τίποτα ωχ σπουδαίο ωραία γράμματα κάνεις τίποτα δεν θυμάμαι από τότε είπες ούτε εγώ ούτε κι εσύ δεν θυμόμαστε κάποτε χρόνια και χρόνια μέσα στο ίδιο κτίριο καμιά φορά μέσα στον ύπνο μου σηκώνομαι κι έχω δει had a dream είπα κάπου εκεί μέσα είναι ταυτόχρονα ίδιο και διαφορετικό όπως σε όλα τα όνειρα αντιστοιχεί στην αλήθεια τότε αλλά και σε τούτη τώρα μέσα στο μυαλό μαζί όμως είναι και ψέμα είσαι είπες εσύ όπως όλα αν είναι γιατί όλες οι παλιές ιστορίες δεν υπάρχουν πια είπα δεν υπήρξαν ακόμα και αν εμείς τις θυμόμαστε τι θυμόμαστε είναι λοιπόν το ίδιο ή είναι άλλο ξέρω ότι συνέβη αυτό που γνωρίζω οι λεπτομέρειες μου διαφεύγουν είπα οι λεπτομέρειες δεν είναι το περίγραμμα όχι το περίγραμμα είναι είπες στην προτελευταία τάξη αποβολή φούστα μπλούζα ποδιές είπα δεν ερωτευόσουν τότε είπες βέβαια και όμως ναι είπα από πρωτύτερα το έκανα κάποτε με έδιωξαν είπα αν και ούτε έχει σημασία έρχεται ο χειμώνας πια το καλοκαίρι τελειώνει πρέπει να μπούμε σε τάξεις πρέπει να πάρουμε τα τετράδια εσύ δεν φορούσες στολή είπα εσύ φορούσες είπες ο χρόνος κυλάει μέσα σε θόρυβο Αντιγόνη αρνείται να αφήσει τον αδερφό έξω από το τείχος υψώνεται ενάντια διαδοχικές ταπεινώσεις είπα ξεχασμένες μισοξεχασμένες διαδοχικές και μετά ίαμβοι θρίαμβοι κι αυτοί ξεχασμένοι στην αυλή κουβέντες με συμμαθήτριες μυστικά πιο ζωντανά από γεγονότα κουδούνια που χτυπούνε μεγαλώματα μέσα στα ρούχα πάμε για μπάνιο είπες ότι αφήνω πίσω μου δεν πιάνεται ξανά δεν θέλω τώρα να μαζέψω τα κομμάτια αποβολές επιστροφές δίκαιοι εραστές γωνιές κρυφές κραυγές απατηλές φωλιές φωνές στιγμές επιτηρήσεις και σιωπές μέσα και έξω πάντα οι εποχές εξώστες αναμονές στους τοίχους χάρτες πίνακες πάμε είπα έλα είπες πάμε είπα φεύγω είπες μέσα είπα εδώ έξω είπες πάντα είπα τότε κάποτε είπες τώρα τώρα
---------------------------
(Θέτις)
Θέτις
αυτή που τίθεται
ίσως
πάντα αυτή που θέτει
όπως γνωρίζουμε ακόμα αυτή
που αρνήθηκε να τεθεί
στον άνδρα να παραδοθεί
γενόμενη
φωτιά άνεμος νερό
δέντρο πτηνό όρνιθα τίγρη
γενόμενη
λιοντάρι φίδι σουπιά
ώσπου κάποτε στο ακρωτήριο Σηπιάς ο θνητός
την έθεσε γερά κρατώντας
με σταθερή λαβή την λεία κατέκτησε
και την έφαγε μέσα στον έρωτα
άφησε μόνο το λευκό κόκαλό της
το κόκαλο της σουπιάς στην παραλία
καθαρό πλυμένο από το κύμα
η Θέτις δεν είναι πια εκεί
φυσά μια ντουντούκα από τα βάθη
της θάλασσας
ένα χωνί ένα μεγάλο κοχύλι αντηχεί
τα λόγια που λένε
«παρ’όλα τα μελάνια που αμόλησα
ο άνδρας με καταβρόχθισε
εγώ θεά αυτός θνητός»
ο πολεμιστής πάντοτε επιστρέφει νεκρός
Βόλος Σπίρερ 23-10-07
[Από τα "Ομηρικά"]
(Πηνελόπη I_am addicted to you)
έχει πάθος με την πισίνα
κάθε μέρα στην πισίνα πάνω-κάτω
την ίδια διαδρομή ξανά και ξανά
η πισίνα την κρατά στη ζωή
το κολύμπι στην πισίνα την συντηρεί
το συνεχές πηγαινέλα
η ρυθμική αναπνοή
ο συντονισμός χεριών ποδιών
με το κεφάλι
μέσα έξω μέσα έξω
στο νερό
το κεφάλι
επαναλαμβανόμενα μπαίνει και βγαίνει
φυσά μέσα ρουφά έξω τον αέρα
οι παύσεις κάθε λίγο στο διάδρομο
τα πλακάκια κάτω από την επιφάνεια μέσα
στο φως
τα ξένα σώματα απειλητικά
με σκουφιά ή με πέδιλα
το νερό μες στο χλώριο
ο ουρανός πάνω από κυπαρίσσια
η πισίνα με κρατά στη ζωή
το συνεχές τραγούδι
το μέτρημα
ένα δύο τρία τέσσερα πέντε
έξι επτά οκτώ εννιά δεκαπέντε
δεκαεννιά χτυπήματα περιστροφές
το τραγούδι του μετρήματος η επανάληψη απολιθώνει
το τραγούδι της πισίνας με σώζει
με σώζει από τη γνώση πως
δε μ’ αγαπά
Βόλος 24-5-07
για την Μαρίνα Τσβετάεβα
[Από τα "Ομηρικά"]
(Πηνελόπη ΙI)
η ζωή μίας γυναίκας έχει ζωή
όμως θεοί εσείς το ξέρετε
ποτέ τον χρόνο
η γυναίκα δεν ξεχνά
τον πόλεμό της
τον ανταλλάσσει με μία στιγμή μπροστά
στο κύμα τον ανταλλάσσει με μία στιγμή μέσα
στο κύμα ανταλλάσσει τον χρόνο με υφάσματα
στολίδια τραγούδι
κάθε γυναίκα είναι υφάντρια
τραγουδίστρια
αλλά αίφνης το κύμα την ξεβράζει
στην ακτή
γυμνή
χωρίς στολίδια δίχως όπλα δίχως φωνή
κι ευτυχώς τότε
πρέπει να επιστρέψει
έχει να μαγειρέψει
(Ναυσικά Ι)
ο ιάπωνας μπασό είχε μια μπανανιά
για σπίτι και για όνομα
ο έλληνας φύτεψε μιαν άλλη
στο περιβόλι
χωρίς μεταφυσική
την ήθελε για να ταΐζει το παιδί
ο άλλος έλλην –αχαιός αυτός-
συνάντησε στην ακροποταμιά
στην εκβολή στην θάλασσα μία κόρη φοινικιά
μόνον την φοινικιά της Δήλου ξέρω να ξεπετάγεται από τη γη
ένας βλαστός καθώς εσύ το δέος να μου προξενεί
-έτσι της είπε-
καημένη ναυσικά
ούτε που άγγιξε τα γόνατά σου
τα ωραία λόγια άκουσες μία μοναδική φορά
για να τον χάσεις ύστερα για πάντα
τον πεσμένο στα πόδια σου ικέτη
ιδιοκτήτη φορτηγού
ναυαγισμένου καραβιού
ήταν –ποιος άλλος- ο αγαπημένος σου πατέρας
η βέβαιη ώθηση του ξένου στο επέκεινα
από όπου ούτε η βάρκα που τον έπεμψε
ούτε αυτός δεν θα επιστρέψει
γιατί εκείνος προς πέρα-εκεί ήταν ο νόστος του
ο νόστος των ανδρών είναι ο προορισμός τους
μακριά από τη ναυσικά
ξέχνα λοιπόν του ξένου τα όλο μέλι λόγια
προς ώρας φάρμακο για την καρδιά
φάρμακο βέλος να ανοίγει πληγή
αφού ποτέ δεν θα επαναληφθεί
η πράξη σφραγίδα το ανεξίτηλο σημάδι
ενώ εσύ ακόμα αναρωτιέσαι αναπολώντας:
καλλίτερα να ήταν που τον γνώρισες;
για τους θνητούς δεν είναι ασπίδα
της ευτυχίας η άγνοια;
Βόλος, 10-5-08
[Από τα "Ομηρικά"]
(Ορφέας)
ριγμένη στο τώρα με την φόρα του χτες και του αύριο τραγουδάς
φωνή
της άνοιξης
τον αέρα τον φορτωμένο μυρωδιές
από αλλού και από εδώ και από αυτό που έρχεται
αυτόν εμείς περιμένουμε καθώς ακούγεται πλησιάζοντας
φορτωμένος αλλά ελαφρύς
όπως ελαφρύ αλλά πλήρες
πετάει και τραγουδάει
το κεφάλι σου
ξεβράζεται στην ακροθαλασσιά με το κύμα
δίνει ρυθμό στους κωπηλάτες
μαζί του τραγουδούν και λάμνουν
ενώ οδηγεί
τα ψάρια στον αφρό τα ψάρια
στα σκοτεινά ερεβώδη του βυθού βάθη
δελφίνια
λιοντάρια ελάφια θηρία του κάμπου
ν’ ακούσουν σταματούν
στον ήλιο του απογεύματος
ο γύφτος σβήνει το μεγάφωνο
καστανόχωμα κοκκινόχωμα φωνάζει
χώμα για όλα τα μπαλκόνια
γυρίζει να πουλήσει
καθώς μέσα στο σούρουπο
την δυνατή ζαλιστική ευωδιά του θάμνου «αγγελικούλα»
ο χλιαρός αέρας φέρνει
την δική του αγγελικούλα ευρυδίκη
με το δικό του χώμα αγκαλιασμένη σκέφτεται
και τραγουδάει δίχως ανάπαυλα
γνωρίζει πως όταν σιωπήσει
δεν μπορεί παρά το κεφάλι προς τα πίσω να στρέψει
τα προηγούμενα να κοιτάξει
και να χαθεί
αυτός και αυτή και ο ήλιος της άνοιξης και το επόμενο ωραιότερο καλοκαίρι
Βόλος, 10-5-08
[Από τα "Ομηρικά"]
(Αχιλλέας)
η βάρκα ΟΝΕΙΡΟ πωλείται
το ρυμουλκό ΑΧΙΛΛΕΑΣ την ΣΤΑΡΛΕΤ
κατάματα στο πρόσωπο κοιτάζει
τον ΠΡΙΓΚΗΠΑ ΑΜΠΝΤΟΥΛ ΧΑΖΙΖ
απ’ την Ιορδανία
κανείς ποτέ δεν είδε να σαλπάρει
κατάφωτο τις νύχτες
δεμένο όλο το χρόνο το παλάτι
ο βασιλιάς δεν είναι εδώ
εξήντα πέντε άνδρες
φαντάσματα του λιμανιού
κρατούνε μέρα -νύχτα πλένουν
αδιάκοπα φροντίζουν το καράβι
και απέναντι εσείς
σας βλέπω σας είδα και σήμερα
δίχτυα μπαλώνετε μες στις μεγάλες ψαρόβαρκες
δέκα στην καθεμία
σήμερα Κυριακή μέρα αργίας πριν την πανσέληνο
κάνετε όπως κι εγώ δουλειές του σπιτιού
σκυμμένοι στα μελιτζανιά εργόχειρά σας
ακούγοντας από τρανζίστορ μουσική
κάθε άνδρας ένα ποτήρι τσάι ένα τρανζίστορ
με βελόνες μπαλώνετε σκυφτοί
με μάτια κόκκινα κομμένα
μελαψοί άνδρες με μάλλινα πουλόβερ
κανείς εδώ δεν τα φοράει
κάτω από συννεφιά βουβοί
και από βροχή
οι άνδρες από την Αφρική
είπαν πως μόνο το νερό γνωρίζουν
μες στο νερό γεννήθηκαν
νερό γλυκό όχι αρμυρό λέω εγώ γυρίζοντας με το ποδήλατο
νερό του Νείλου αιγυπτιακό
και λέω ακόμα
τα χέρια σας σκληρά παγωμένα
από το κρύο της βόρειας για σας χώρας μου
ψαρεύουν τα νερά μας
υπομονετικά μπαλώνοντας κάθε χρονιά
την ώρα περιμένουν
πίσω στην Αφρική να επιστρέψουν
όταν για λίγο το ψάρεμα σταματάει όταν οι ανεμότρατες
έξω τραβιούνται
αποδημητικά πουλιά χελιδόνια
πίσω στο δικό τους νερό
στις δικές τους γυναίκες
στα χωμάτινα σπίτια δίπλα στον ποταμό
αν και τώρα μπορώ να ρωτήσω
ποιος είναι ο τόπος του αποδημούντα
ο Εκεί ή ο Εδώ
η προέλευση ή η άφιξη
πώς να υποδυθεί το Όνομα
αυτός που πριν ήταν ο κανείς
Βόλος Κυριακή 21-10-07
[Από τα "Ομηρικά"]
(Αδηφάγοι)
με βιάση οι άνθρωποι τον βίο διάγουν
ζουν συνεχώς μες στην τροφή
καταβροχθίζουνε την μουσική
τον άλλο
το φως του δειλινού
είναι μπροστά και δεν το βλέπω
από ανυπομονησία λαιμαργία καταβροχθίζω
από φόβο
να προλάβω τον χρόνο
τα παιδιά μου πριν μεγαλώσουν
να προφτάσω
να κολυμπήσω να βγω να μαυρίσω
να σε κοιτάξω να σε αγγίξω να σε μυρίσω
να σε ρουφήξω να σε ξεχάσω
να φάω όλα τα ψίχουλα
ώστε λοιπόν τα πουλιά
όπως η ελεημοσύνη
είναι για την αφθονία
μία τελευταία δικαιολογία
[Από τα "Ομηρικά"]
(Γέρας ή Πάτροκλος Ι)
όλοι οι άνθρωποι θέλουν πάνω από όλα σεβασμό και τιμή
για αυτό που είναι για αυτό που αξίζουν
αξίζω τιμή δεν θα την ζητιανέψω από εσένα
είπε ο αχιλλέας στον αγαμέμνονα όταν του πήρε το γέρας
το τιμητικό δώρο του
είπε επίσης στον οδυσσέα:
την εξουσία έχει αυτός αλλά των αχαιών
ο καλύτερος είμαι εγώ
ας μη νομίσει πως θα σκύψω το κεφάλι
το είπε βέβαια ο αχιλλέας την πρώτη
την μοναδική φορά που ο άρχοντας
του πήρε την τιμή του
και θάνατος
τόσο βαρύ
ήταν το τίμημα
εγώ ήδη δέχτηκα αφαιρέσεις τιμών πολλαπλές
δημόσια τιμή
προς ερωμένη δεν αρμόζει
είπες σου κάνω χάρη άκου
ένα μεσημέρι
σήμερα
σε περίμενα
και εγώ ο πάτροκλος
σου μιλώ και σου λέω
είσαι ανηλεής εσένα η θέτις δεν είναι μητέρα σου
από μέσα από τη θάλασσα κι από μέσα από τα βράχια
που σε γέννησαν
αχιλλέα
έλα να φας μια σουπιά
στο τραπέζι μας
αλλά μετά θέλω να με γαμήσεις όπως μου αξίζει
Βόλος 13-4-08
Από τα "Ομηρικά"
|