ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΟΥΚΟΒΑ
ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Στην αρχή έρχονται για ένα φλιτζάνι ζάχαρη
για λίγο ξύδι
για ένα τίποτα
Και εσύ με τους καλούς σου τρόπους
αφήνεις την κουζίνα σου να γεμίζει με κόσμο
και τις μέρες σου να μικραίνουν
λες κι άρχισε ξαφνικά ο χειμώνας
Αργότερα όλο το βράδυ
ακούς πίσω από τους τοίχους
το υπόκωφα χτυπήματα των κορμιών
το γαύγισμα τού σκύλου
το κουδούνισμα τού τηλεφώνου
που κανένας δεν σηκώνει
Μια τέτοια νύχτα σού τελειώνουν τα τσιγάρα
περπατάς χιλιόμετρα μέσα στο δωμάτιο
και μετά μέσα στον ύπνο σου
(γιατί στο τέλος κοιμάσαι)
Το πρωί τους βλέπεις ξεκούραστους
ποτίζουν τα λουλούδια τους
σου γνέφουν με το χέρι
βγαίνουν έξω
ρίχνοντας μια σταυρωτή σκιά
όπως ο ποδοσφαιριστής
στο κέντρο του γηπέδου
ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΟΙ ΝΑΙΦ ΖΩΓΡΑΦΟΙ
Κι όταν έφθασαν μπροστά στην τελευταία πόρτα
οι δικαστές τούς ρώτησαν
(έτσι για να διασκεδάσουν)
Τι είναι αυτό που
με κόπο και μουγκρίσματα σηκώνεται ψηλά
πετάει με ενθουσιασμό
και πέφτει ήσυχα
και ολόκληρο μέσα στις φλόγες
Μπόινγκ – απάντησε ο πυροσβέστης
Το τραγούδι μου – απάντησε ο λιγομίλητος
Το πουλί που διέσχισε πετώντας
Απ’ άκρη σ’ άκρη το κεφάλι μου
και με αγάπησε
– έτσι απάντησε (χαρούμενος!) ο τρίτος
ο πιο μικρός αδελφός
ολόκληρος μέσα στις φλόγες
«Ο ελάχιστος κήπος», Ίκαρος, 2005
Μετάφραση από τα Βουλγαρικά, Δημήτρης Άλλος
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΙΣ ΜΠΙΓΚΟΝΙΕΣ
στους Μόντι Πάιθονς
Ένα καράβι βυθίζεται στη μέση της πλατείας
κι' απ τα φουγάρα του ακόμα βγαίνει ο καπνός
Πρόσωπα κολλημένα στο τζάμι καταπίνουν άπληστα
την έξω εικόνα
Κάποιος πουλάει παγωτά
Κάποιος άλλος πιάνει το στόμα του
και με τέτοια δύναμη το κρατάει
που αν το αφήσει
θα πέσει σίγουρα
θα γίνει κομματάκια
Και το βράδυ αρχίζουν εκείνοι οι θόρυβοι
το τρίξιμο των μολυβιών
ο μακρινός ξερόβηχας
γεμάτος κατανόηση
Ήχοι που σε αναγκάζουν να ανάψεις τη λάμπα
και να κοιμάσαι με το φως
σπαταλώντας την ηλεκτρική ενέργεια
Θα πείτε η εξάντληση από τη δουλειά
θα πείτε η υπερένταση των νεύρων
Αλλά μήπως τα ίδια δεν έλεγαν και στον Κάφκα
ώσπου μια μέρα άνοιξε απότομα την πόρτα του
και δεκαπέντε καλοντυμένοι κύριοι
που διάβαζαν εφημερίδες
σωριάστηκαν επάνω του
ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Στις επτά η ώρα ακριβώς
με τους σταματημένους ανεμιστήρες
οι αποπνικτικοί διάδρομοι της πόλης
όπου το φως λιγοστεύει και η υπομονή εξαντλείται
Ένα παιδί στριγκλίζει λες και το σφάζουν
(ή σφάζουνε κάποιον και στριγκλίζει σαν παιδί)
Και πώς θέλεις να ξέρω
τι συμβαίνει κάτω από το παράθυρο μου κάθε βράδυ
Και πώς θέλεις να ξέρω
ποιο καλώδιο οδηγεί στη γη
και ποιο ολόισια στο ηλιακό πλέγμα
της μαθητευόμενης ισορροπίας μου
έτσι όπως εντελώς ανεύθυνα
παίζεις με τα πλήκτρα
Μετάφραση από τα βουλγαρικά: Δημήτρης Άλλος
Ο ελάχιστος κήπος
Άνοιξες την πόρτα
και ήταν που λες μέσα η νύχτα
παγιδευμένη
χωρίς ψωμί για βδομάδες ολόκληρες
Τέτοιος άνθρωπος είσαι
αφήνεις τις βρύσες ανοιχτές
τις πληγές να ματώνουν
φοράς τα γυαλιά σου ανάποδα
και με βλέπεις
με τα παιδικά μου τα παπούτσια
και τη κάλτσα κάτω απ το γόνατο
Ναι αλλά τα γόνατά μου μεγάλωσαν
σαν της Αλίκης
πήρε ο κήπος μας φωτιά απ’ το πολύ φεγγάρι
και οι φωνές των καλεσμένων
ακόμα κυνηγάνε το γατάκι
μέσα στο πηγάδι
Τώρα βλέπω το δωμάτιο
κάπου από ψηλά
μικρό στο βάθος το κρεβάτι μου
Άγρια πράγματα αποκρουστικά
προκρούστικα.
----------------- Στον Μίλτο Σαχτούρη
Να την αγαπάμε την τρέλα μας
που μας χορεύει
με μια μουσική πηχτή
σαν σύννεφο
που κολλάει στα δόντια
την τρέλα μας να αγαπάμε
το καμένο φαΐ των αστροναυτών
κοντά κοντά στον απόλυτο ήλιο
κοντά κοντά στον απρόσμενο ήλιο
να τη σεβόμαστε
όταν ξυπνάμε με μάτια ορθάνοιχτα
μεσάνυχτα μαύρα
και βλέπουμε το μαύρο
με όλα του τα χρώματα
να την αγαπάμε
όπως αγαπάει ο βοσκός τη βέργα του
όταν την μπήγει στο χώμα
και λέει εδώ σταματάω
και σπάει στα χέρια του.
Τα δύο τελευταία ποιήματα έχουν γραφτεί στα ελληνικά
Σπιρτοκαλλιέργειες του Ντίσελντορφ
Και μέχρι σήμερα δε σταματούν οι θυελλώδεις συζητήσεις
σχετικά με την προέλευση των σπίρτων.
Αν δηλαδή έφτασαν από το Νέο Κόσμο στον Παλιό
μαζί με το καλαμπόκι και τη σύφιλη
ακολουθώντας τις μη ευκλείδειες διαδρομές της ιστορίας
Ή αν προέρχονται απ την Ασία
όπου για αιώνες χρησιμοποιήθηκαν
όχι σύμφωνα με τον προορισμό τους στην αναγέννηση των Δράκων
ή ακόμη και εντελώς διακοσμητικά
εξ αιτίας του μαύρου λουστραρισμένου τους κουτιού
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι πριν ακόμα από τις άγριες λογομαχίες
-εδώ και τώρα- σε σχέση με την ονομασία τους
δόθηκαν στα σπίρτα διάφορα ονόματα
μεταξύ των οποίων το ρομαντικότερο «φλόγα της παλάμης»
και το πιο πρακτικό «φωτιά λιανικής»
το τελευταίο έχοντας ως αποτέλεσμα
ολόκληρη σειρά εννοιολογικών ταπεινώσεων
όπως τον κατακερματισμό της φωτιάς, την αγοροπωλησία
της φωτιάς, την ατομική ιδιοκτησία επί της φωτιάς.
Τυχαίνει κάποτε και ένα όνομα προηγείται των γεγονότων
Έτσι μόλις αργότερα εμφανίζεται η χειρονομία κατά την οποία
κάποιος κλείνει μέσα στις φούχτες του τη φλόγα του σπίρτου
και κάποιος άλλος ταυτοχρόνως τις κλείνει μέσα στις δικές του
σαν ένα δεύτερο ζευγάρι φτερά
εφεδρικά και προνοητικά της πτώσης
Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι και η σημερινή πόλη τού Ντίσελντορφ
το όνομα της οποίας ακούγεται αξιοσέβαστο αλλά και κάπως ιεροεξεταστικό
φημίζεται για τις απέραντες της εκτάσεις σπιρτοκαλλιέργειας
Η θέα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή από αεροπλάνο
Ο ταξιδιώτης βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στη γη και το τίποτα
περιεργαζόμενος τ' ατέλειωτα χωράφια με το χρώμα της άγουρης φωτιάς
(το οποίο θα μπορούσε να 'ναι κι οποιοδήποτε χρώμα)
έχοντας διαρκώς την αίσθηση μιας τόσο επίμονης
όσο και διδακτικής
ανησυχίας.
Μετάφραση από τα Βουλγαρικά: Δημήτρης Άλλος
Fractal
Μερικές φορές το νερό
φτάνει πιο ψηλά από τις μπότες
κι όλα γίνονται στενά
και γεμάτα κραυγές σαν σχολείο
Αλλά εγώ επιμένω
να σου μιλάω στον ενικό
παρόλο που κάθε ύπαρξή σου
έχει την στιγμή της
και το πλήθος τους
θυμίζει πια στρατόπεδο συγκέντρωσης
οπού είμαι αναγκασμένη
να επιβάλλω την τάξη
Πίστεψέ με
εγώ μόνο διαταγές εκτελούσα
Παρέλασα
με τον ρυθμό της αναπνοής μου
Ήμουν σώμα
Συμμετείχα κι εγώ
στα μπαρόκ τάγματα του χάους
Ο χρόνος είναι έγκλημα
Μαύρο χαϊκού
«Είδα δύο σκουλήκια να περνούν
δίπλα από ένα κόκαλο»
είπε ο πατέρας μου
Ήταν νεκρός και απλά συζητάγαμε
(Το όνειρο αυτό είναι πραγματικό
και κάθε ομοιότητα με την ποίηση
εντελώς τυχαία)
«Τι λες;» του λέω
«Τίποτα» λέει
«Απλά δυο σκουλήκια
πέρασαν δίπλα από το πόδι σου»
«Αρκετά μαύρο χαϊκού
δε νομίζεις;» του λέω
Γελάσαμε κι αλλάξαμε κουβέντα
Το όνειρο ήταν γεμάτο έντομα
σμήνη από μαύρες μύγες
και κάτι μεγάλα παράξενα μυρμήγκια
που παρατηρούσα από αφύσικα κοντά
χωρίς τον πανικό που με καταβάλλει
στην παρουσία των εντόμων
Υπάρχει μια παγωμένη ησυχία
που κάνει τον φόβο ωραία ανάμνηση
Τρόμαζα μικρή με τα σκουλήκια
άλλαζα πορεία όταν τα συναντούσα
τις μέρες με βροχές
Έμοιαζαν με φλέβες
που σέρνονται στο χώμα
ή με λεπτά ζωντανά εντόσθια
μετά από κάποια περίτεχνη κρεουργία
Μαζί κι αυτή η φρικιαστική
κυματοειδής κίνησή τους
όταν όλη η ύπαρξη ορμάει προς τα μπρος
σχεδόν αδειάζοντας ό,τι απομένει
Αργότερα σκέφτηκα ότι έτσι
μετακινείται ο χρόνος
Όπως και οι κάμπιες
Πριν από μέρες είδα στο μπαλκόνι μου
πως τα μυρμήγκια έφαγαν μία ζωντανή
(Είναι σκηνές που συμβαίνουν
ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας)
Παρατηρούσα σαν το μάτι από τον Ουρανό
Συλλογιζόμουν –με οργή–
ότι αυτή είναι η στάση του σώματος
που αγαπάνε οι μονοθεϊστικές θρησκείες
Το σώμα με σπασμένη ραχοκοκαλιά
το σερνάμενο
το εξευτελισμένο
Η οργή περνάει
Αυτή η κίνηση μένει
Και πάλι σκεπτόμουν –αργότερα–
μήπως αυτές είναι οι στιγμές
που η ψυχή παρακάμπτεται
και το ίδιο το σώμα έχει ανάγκη από Θεό
Μια ανάγκη φυσιολογική αμετάκλητη
όπως όλες οι υπόλοιπες
ταπεινή εξίσου
στις γλιστερές σωληνώσεις
στη μέσα σφαγή |