GREEK POETRY NOW!
a directory for contemporary greek poetry

| about | news| links | contact |

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
ΟΡΦΕΑΣ ΑΠΕΡΓΗΣ
ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΕΟΝΤΖΑΚΟΣ
ΓΙΑΝΝΑ ΜΠΟΥΚΟΒΑ
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ

ΘΕΟΔΩΡΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

 

biography | poems | eng|

ΟΡΦΕΑΣ ΑΠΕΡΓΗΣ

Η  κλεψύδρα

 
 
 
                             «Όταν οι περιστάσεις το απαιτούν,
η ποίηση πρέπει να είναι περιστασιακή.» 
το άλεφ 


Το  απόρρητο χρώμα  
 
Εδώ είναι  ο ναός που ξέρουμε από παιδιά.
Με την  ωραία πύλη στον περίβολο, τα σκαλοπάτια από ψηφιδωμένο μάρμαρο,
τις ένθετες  παραστάσεις των υδάτων με τα κερασφόρα αγρίμια να κοιτάνε
μπροστά, εκεί που ανεβαίνουμε να μπούμε,
εκεί  π’ ανοίγουν τα νερά
και γεννιέται  η χριστιανική μας στάση,
σαν το ραβδί στην έρημο που φέρνει τα γραμμένα
κι αναχωρίζει τον θανατερό παφλασμό για να περάσουν οι κομπάρσοι,
διασχίζουμε το αίθριο,
τις πλάγιες  κανονικές στοές με τη φιάλη,
μετά  είναι το διακονικό όπου σκευοφυλάσσονται
τα προηγιασμένα,
και όπου γίνονται δεκτές οι προσφορές,
σύμμετρα  προς το βαπτιστήριο,
σαν προϋπηρεσία  αγιοσύνης και φιλοκαλίας
ώστε μετά να γίνεται να πάει κανείς πιο μέσα,
πέρα  απ’ τον αύλειο οίκο των εξορκισμών,
πέρα  απ’ τον επισκοπικό θρόνο και  το φωτιστήριο
με την  κολυμπήθρα,
πιο μέσα,
πέρα  από το νάρθηκα και τους γυναικωνίτες,
μες απ’  το τρίβηλο
ως το μέσο κλίτος, – 
μ’  αρέσει η εκκλησία για το βάθος της,
δεν είναι  τα στολίδια της που επιθυμώ,
δεν είναι  τα εξαπτέρυγα, τ’ ασήμια, οι εικόνες,
ούτε  που νιώθω την ανάγκη ν’ ανεβώ  στο αναλόγιο
και να ακούσω τη φωνή μου ν’ αντηχάει μες  στα νερά του Παραδείσου.
Μ’  αρέσουν μόνο οι διαστάσεις του αέρα,
το σκοτεινό μήκος που διασχίζει τα βημόθυρα,
οι σκιές  που μακραίνουν επικίνδυνα αλλά με προσδοκία,
κι ακόμα  μου αρέσει που η πίστη μας  είναι κάπως σαν παλαιοχριστιανική,
σαν αφημένη, ελληνιστική,
που μακραίνει  δρομικά μέσα στο χρόνο και  κάτω απ’ την αφόρετη σκόνη του,
και που  καταγράφεται μόνο σα συστατικό υστερότερων  πραγμάτων,
πιο μεγαλόπρεπων, πιο καταξιωμένων,
εκεί  που το ημιχώνιο θριαμβεύει
και χάνεται  η καθαρότητα των πρώτων γραμμών,
χάνεται η ορθότητα της γωνίας και η  άμωμος κρήνη
και γίνονται τα κλίτη εγκάρσια και τα χτισμένα κυκλώνουνε,
περίκεντρα  και χωνεμένα,
έτοιμα  να δεχτούνε την μετατροπία,
έτοιμα  να θολώσουνε και να οκταγωνιστούνε,
με περίτεχνα  τύμπανα και αγέρωχα λοφία,
λιγότερο  αχειροποίητα. 
Αυτή  είναι η ένδοξη πορεία,
που συντηρεί την αίσθηση
και μας  μαθαίνει το μετριασμό αντί για τη μετριότητα
την προφανή, την καθημερινή,
έτσι  που τη νιώθουμε όταν πισωπατάμε
και ψάχνουμε για τον αέρα τον λιγότερο κορεσμένο,
τον ανοιχτό, με τα παγώνια τα γαλάζια
πάνω  στο καμπαναριό,
με τους ρόδακες και την κληματίδα,
εδώ,
σε αυτή την πλατεία,
εδώ αλέθεται η ιστορία,
μαζί  με τον αστυνομικό της γειτονιάς  και με το κορίτσι που ελέγχεται
αργά  τη νύχτα,
εδώ η  τσουλήθρα η κόκκινη της κοινής πτώσεως
που ματώνανε και
ματώνουνε τα γόνατα των πιο εξωτικών παιδιών,
ήρθανε  εδώ όλα αυτά και μαρτυρούν  την πίστη τους,
την πίστη  στις νεροσυρμές των αλλοφύλων
που γκρεμίζονται με πάταγο, μέσα απ’ τις διαρροές του τοπικού
κακοσυντήρητου  δικτύου,
που κροταλίζουνε σαν εμπροστογεμή πεινασμένα
άλλων εποχών,
χαχανίζουνε τα εγκληματικά παιδάκια,
ευπιστούν και απλώνουν το παιχνίδι τους
μέχρι την πάνω μεριά,
όπου  είναι τα καφενεία και τα ντομινό 
και οι αυτόκλητες λέξεις,
αόριστες  λέξεις ανοχής και εμπορίου
– ούτε που κλείδωνα παλιά, το ’74 – 
είχα  δικαίωμα στη γλώσσα μου και στο αμάξι μου
και στον ετήσιο τζίρο με τα ηλεκτρολογικά  μου,
δεν έχουμε νέα ζευγάρια,
να παντρευτούνε τα παιδιά των γειτόνων να τα χαρούμε  κι εμείς,
το δημοτικό δεν έχει πληρότητα
– πόσο καιρό έχεις να δεις γάμο απέναντι;
δεκαπέντε γάμοι, σαράντα με σαράντα-πέντε βαφτίσια,
η περιοχή  εδώ πέρα γερνάει,
όπως  σήμερα,
τσιτσιρίζουνε τα φιτίλια
κι ο  μίσχος από τα γεράνια δεν ποτίζεται,
εδώ τώρα είναι άλλες συνήθειες,
είναι πειθαρχία αγνώριστη και
ασύγγνωστη
και τα τελούμενα δεν αποκαλύπτονται,
μένουνε σαν κέλυφος εισαγωγικό, απροσδιόριστο,
σαν ανθρώπινα  χωρίς ιδιότητες,
χωρίς αρθρωμένη αγάπη κι ευχαριστία και  ευχή για τους κεκοιμημένους,
ο εφημέριος  αργεί,
η θέση του αρχιμανδρίτη χηρεύει,
ο σολέας δεν πληρείται
το πλήθος δεν συρρέει,
ο άμβωνας  δεν φλέγεται, το αναλόγιο δεν κραυγάζει,
ίσως  καλύτερα έτσι,
με το επτάριθμο των μυστηρίων ασαφές
και με τη διάκρισή τους από τις άλλες  μυστηριώδεις τελετές
κάπως πιο αβέβαιη
και πιο  ασύνειδη,
γιατί κι εδώ τώρα υπάρχουνε αγιασμοί,
υπάρχει τελείωση και μοναξιά και μνημόσυνο,
η μνήμη  θεριεύει και δείχνει τα δόντια της
– να σας  κεράσω λίγο από το γλυκό της Μαρίας;
μοιάζει με ελληνικό χαλβά, με σιμιγδάλι,
σαν άρτος  προθέσεως,
πάνω  στο αρτοφόριο,
πάνω  στην πυξίδα του επίσημου θεού θεώμενοι
όλοι,
με πίστη  από γυρισμό κι από κύμα πολύχρωμο
– μην  είναι αυτό το ταξίδι;
το ναρκωμένο  ταξίδι μιας πηχτής ευτυχίας
με καραβάνια  από καμήλες
και με δύσκολους προφήτες,
μέσα  από τη βομβαρδισμένη έρημο,
δεν γίνονται πια θαύματα στη γη της Παλαιστίνης
και η  νεκρή θάλασσα ξανανιώθει τ’ όνομά της,
σαν αποικιοκρατία  του μυαλού
εδώ,
σε μιαν άλλη γειτονιά,
όπου  το θρέμμα της Νικομήδειας γέννησε  τσιμέντο και πολλή σιδερόβεργα,
δεν απλώνει  το μάτι εδώ
παρά  μόνο κατακόρυφα, σαν θολωμένο,
θολωτό, σαν μάτι του θεού
που βαρύνθηκε  και σχίστηκε στα δύο
– εναντίον αστυνομικών αυτού του τμήματος έχει ασκηθεί δίωξη για βασανισμούς –
εδώ η  ναόσχημος τάξη βασιλεύει
κι ο  ορφανός άγιος, ο ειδωλολάτρης
πασχίζει  να γίνει γιατρός για να πιστέψει
πως δεν  είναι όλα τα τραύματα βαθιά και  πως
δεν δαγκώνουνε όλα τα φίδια του δρόμου εξίσου,
κι ύστερα να μπορεί να γιατρέψει τους φίλους του που πληγιάζουνε τα γόνατά τους
όταν  παίζουνε μπάλα μέσα στις ορθομαρμαρώσεις,
να μπορεί να τους βρίσκει νερό να διασχίζουνε,
να μπορεί να ζηλευτεί και να κατηγορηθεί και  να μαρτυρήσει κι αυτός
με τη γλώσσα μιας άλλης θρησκείας
πιο νέας,
πιο απόρρητης,
πιο απροστάτευτης,
που να πεθαίνει πιο συχνά
και άρα  να εξαγνίζεται,
κι ενώ  πεθαίνει να λυγίζουν τα σπαθιά
και να καθιερώνονται νέα ονόματα, με θέλημα καινούριο
– όχι  Παντολέων αλλά Χαφίζ,
όχι Φώτης  αλλά Νασίρ και Μιγκλένα.
Αθλοφόρε  άγιε και ιαματικέ, πρέσβευε τω θεώ,
ίνα κακουργημάτων  άφεσιν παράσχη ταις ψυχαίς. 
Έτσι  πεθαίνει ο ορφανός άγιος
την ώρα  που τα παιχνίδια σοβαρεύουν και  πονάνε,
κι η  εκκλησία ρηχαίνει,
τσαλαβουτάνε  τα μολυντήρια
μέσα  στο ηλεκτρισμένο φως,
κάνουνε να φωνάξουν,
κάνουνε να ονειρευτούνε,
να,
πως μπήκανε  μέσα τα παιδιά
κι αναποδογυρίσανε  τα κηροπήγια,
τα βάλανε για δοκάρια,
αγρίεψε το παιχνίδι, άφοβα,
μέσα  στα σταυροθόλια και τις κόγχες,
ένα, δύο, τρία μηδέν,
σκάζουν οι μπάλες πάνω στα μούτρα των παλιών αγίων,
τρέμουνε  τα διάστηλα, σημαδεύονται,
λερώνεται η ενδυτή κι ο τρούλλος αντηχάει. 
Έτσι  πεθαίνει ο άγιος και φαίνεται ο θεός του, 
Θεός λερωμένος. 
 
 
 
Ecce homo, man! (Εναίσιμος ωδή) 
 
Ω παρέστιε,
O cinderella man,
με τ’ άσπρα δόντια σου τα ξέξασπρα,
χαίρε.
Χαίρε και
δάγκωσέ μας
να ματώσουμε  επιτέλους
μια φορά
για τους σωστούς λόγους,
τους  δικούς σου,
να δέσει  το κόκκινο γαρύφαλλο,
το τσιγγάνικο
μέσα  στους κήπους των μανάδων μας
που ψάξαμε
και βρήκαμε,
τα χαίρε τα αλανιάρικα,
τα γαρύφαλλα  στο εικόνισμα τ’ Αη Βλάση,
με τα φίλα τα περίεργα:
We only do nuance here,
That’s all we do,
Σημαίνει:
Μόνο  αποχρώμεθα εδώ,
δηλαδή  κάνουμε χρήση καλή του χρώματος,
διιστάμενη
πυρετική
κάθε  που βγαίνουμε,
χαμίνια νιούτσικα,
και κλέβουμε θαμιστικά
τα γυαλιστερά ποδήλατα,
θαμιστικά,
ανερυθρίαστα. 
 
 
 
 
Το  τραπέζι  
 
Η πόρτα  είναι μισάνοιχτη και φαίνονται  μέσα της τα νερά του ξύλου
κι από  πάνω λίγο φως, αλλά κάπως έντονο,
ίσως  από τον ανύπαρχτο κήπο ή από  την λυχνία πυρακτώσεως
που όμως δεν φαίνεται καλά.
Δίπλα η κονσόλα με τ’ ασημομάχαιρα, τορνευτή, σκαλιγμένη με όντα περίεργα,
Επιθυμητικά, ήγουν σάτυροι και νύμφες και  μικρά ζωάκια εκπαχύνσεως
με πρησμένα συκώτια, σίγουρα, λιπαρά,
σαν επί  θυσία,
έτοιμα,
ακινητούντα,
πιασμένα μέσα στις περιπλοκές του κέδρου.
Μπροστά,
κάτω  απ’ τη λάμπα,
ή μέσα στο φως του κήπου,
αιωρείται, νομίζεις, το τραπέζι,
μετεωρίζεται  μέσα στο άσπρο του, με γύρω τις  σκιές του βυσσινιές,
χωρίς να φαίνονται τα πόδια του,
δηλαδή  χωρίς στηρίγματα εμφανή, αξιόλογα,
σαν πλάκα  ασπρουδερή,
σαν στήλη
δέλτος
χαραγμένη με τους νόμους των φρούτων,
με την  νομή της τροφής
και της  μαγειρευτής κνίσας.
Αλλά  όχι,
είναι μάλλον πρωί,
πρωί  με λίγο φως, αποκαλυπτικό,
εξαθλιωμένο,
με φως  εξανθηματικό,
που πέφτει πάνω στα σημεία του χρώματος
σαν κηλιδωμένο,
βλατιδώδες  ριζικό,
σαν νόημα  θανατερό κι επίφοβο.
Μια κοπέλα με γυαλιά κάθεται στη μια πλευρά του τραπεζιού,
περιεργάζεται ένα ρόδι μικρό,
το ξεσποριάζει,
είναι η εποχή τους και σύντομα θα σωθούνε,
όμως  για λίγο τα χαίρεται η κοπέλα,
τα σποράκια τα κοκκινωπά,
τα τραγανίζει ανάμεσα στους κυνόδοντες και
τους  γομφίους της.
Τα ρόδια  βρίσκονται πάνω στο τραπέζι,
πάνω  στη λευκή επιφάνεια που μυρίζει  διακριτικά το χλώριό της,
μέσα  σε μια μεγάλη λεγένη
από εύθραυστη  πορσελάνη
με υποπόδιο,
που είναι  από κοντά διακοσμημένη
με έξι  κλαδιά πλεγμένα
αμυγδαλιάς,
με τους αντίστοιχους κάλυκες και άνθη,
και με λίγο φθορά στις άκρες της,
λίγο  φαγωμένη από τη χρήση,
από την  επανάληψη της ίδιας τροφής
της ίδιας  αυτής εποχής
της ανοίξεως, που κάνει κύκλους
όλο και  πιο αραιούς,
αλλά  υπαρκτούς,
έτσι  που να δικαιολογούνε τη ζημιά 
και την  επανόρθωση
και την  αποκατάσταση,
σαν τελετουργία,
όποτε τα ρόδια ωριμάζουν
και σκάνε 
και χύνεται  το αίμα τους άφθονο,
παχύ, σαν  μέρος από ζώο που σφαδάζει χτυπημένο
από άγριο  μένος, ανθρώπινο,
μέρος θυσίας,
όπου  ο καθένας υποκαθίσταται
από το ζώο του. 
Πάνω  στο τραπέζι,
συνεχίζει,
είναι και το ψωμί το αναπόφευκτο,
κομμένο φέτες,
λίγο  καμένες,
από αγνό σιμιγδάλι,
 με  δίπλα το μαχαίρι 
που χρυσίζει από την πατίνα
για ν’ αλείφεται το βούτυρο,
να τρώει  και ο τοπικός ιερέας,
ο τραγόπαπας με τ’ αχαμνά του 
τα πρόστυχα, τα δεδουλευμένα,
πώς κρέμουνται σαν σήμαντρα και τα βλέπει η κοπελιά
με κείνα  τα βλέμματα της απολύτου προθέσεως,
με τα μάτια της σαν τους ροΐσκους,
πνιγμένα στο αίμα της λαγνείας,
έτσι  τρώει τα βουτύρατα ο παπάς
όταν  που προσπέφτει και θυμάται
τη φύτρα  του, από τον Ααρών,
και περπατεί πα στο κρεβάτι του. 
Δώδεκα  φέτες μετράει το ψωμί
αν δεν  το καταλάβατε ήδη,
από αγνές  ορθοδοξίες ζυμωμένο,
μερίδιο αγιότατο από όλες τις θυσίες
που γίνονται με φωτιά 
και με καρπό
και με σπονδή απ’ το κρασί το μαύρο. 
Έτσι  μεταλαβαίνουμε από τι είμαστε φτιαγμένοι
κι έτσι καθόμαστε,
στα δεξιά  της κοπέλας
και συμπληρώνουμε  το χαριτωμένο περιβόλι
με τα ρόδια και με τον κόκκο του  σιταριού,
ψωμί  και αίμα
και η  τελική, μοιραία παρένθεση
όπου  συνειδητοποιούμε πως
το τραπέζι  είναι από ακακία
και πως  τα γυαλιά της έχουνε λίγο ραγίσει
κι ακόμα  πως δεν στηρίζεται καλά η επιφάνεια,
πως της  λείπουνε ποδάρια
πως χρεωκόπησε ο ξυλουργός
και πως όλα τα λεφτά σωθήκανε
και τα δέντρα δεν κόβονται
αλλά  γίνονται σαν αγχόνη 
και πως  πνιγήκαμε παιδιά
μέσα  σε δανεισμένη πεποίθηση
και μέσα σε δόλιο εξιλασμό,
ω τι φριχτό κι απέριττο κατασκεύασμα,
ω τι επίσημη  ευτυχία,
το τραπέζι  το κουτσό
είναι από σανίδες, κούφιο από μέσα,
φαύλον  σανιδωτόν,
κοίλον  και καταχρυσωμένο,
σαν το ιλαστήριο με τους δύο αγγέλους
και με τα κέρατα στις τέσσερις γωνίες. 
 
Κάτω  από το τραπέζι,
– δεν  αντέχει ο καιρός αλληγορία – 
βλέπεις το μέσα θυσιαστήριο,
τους  λέβητες,
τα φτυάρια, τις σχάρες
και τη μεγάλη κρεάγρα με το φρέσκο λίπος,
όλα από  χαλκό,
αγοραίο.